8/03/2007

"Ο ύπνος του θεριστή" του Τσίρκα και το "Πεθαίνω σά χώρα" του Δημητριάδη απέχουν συγγραφικά γύρω στα 2ο με 25 χρόνια μεταξύ τους.
Το δεύτερο το είδα στη σκηνή πρόσφατα. Δεν ξέρω αν μου άρεσε το συγκεκριμένο θεατρικό διάβασμα. Ο συγγραφέας μια φορά πέρασε απο κεί . Έκανε και τη βόλτα του ... Άρα; περιττόν τό εμόν.
Το πρώτο το διάβασα σήμερα. Δεν ξέρω αν μοιάζουνε . Μπορεί και να μοιάζουνε . Διαφορετική γεύση όμως βρε παιδί μου....γιατί άραγε;
Ελεγα να το κάνω λίνκ απο κει που τό βρήκα, αλλά μου άρεσε τοσο που το μεταφέρω ολόκληρο.
Ψάχνω εικόνα γιά το ποστ (εγχρωμη) όποιος διαβάσει και θέλει ας στείλει ιδέες


Στρατή Τσίρκα: Ο ύπνος του θεριστή

Μπήκε πρώτη, μα τα μάτια της, γεμάτα από τον ήλιο του δρόμου, δε βλέπαν τίποτα. Μια μυρωδιά ζυμαριού και μαραμένων τριαντάφυλλων την έκανε να σκεφτεί πως το σπίτι δε θ΄ αεριζόταν συχνά.

- Έχουν και κουρτίνες, είπε. Βαριές κουρτίνες. Κατά πού πέφτει το μπαλκόνι άραγε;

Προχώρησε ψηλαφώντας τον τοίχο. Σκόνταψε πάνω στο κρεβάτι που της έκοβε το δρόμο και στάθηκε. Τότε κείνος, τελειώνοντας με τα διπλοκλειδώματα της ξώπορτας, πάτησε το κουμπί του ηλεκτρικού και το δωμάτιο φωτίστηκε.

- Δηλαδή, μίλησε πάλι εκείνη, όλο το σπίτι είναι τούτο δω; Το κρεβάτι μόνο του πιάνει όλο το χώρο.

Ο άντρας αποκρίθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού, σα να της έλεγε: «Για τη δουλειά που το θένε...». Αμέσως όμως κοκκίνισε και κοίταξε αλλού, ενώ τα χείλη εκεινής παίρναν την έκφραση μιας εύθυμης τρυφερότητας. Διασκέδαζε με τη στεναχώρια του. «Αγόρι μου», του είπε με τα μάτια της. Ύστερα πήγε στις κουρτίνες και με δυο κινήσεις τις τράβηξε. Άνοιξε την τζαμόπορτα και μπήκε ένα δροσερό βουητό. Διαπλάτωσε τα πατζούρια και φάνηκε η θάλασσα, ολοφώτεινη! Ξαφνιάστηκε που τη βρήκε τόσο κοντά, να τους χωρίζει μονάχα η άσφαλτο του δρόμου.

- Τι ωραία που είναι, είπε.

Ήταν μια θάλασσα ρηχή με πυκνά κυματάκια. Ο πρωινός ήλιος τη χρωμάτιζε πράσινη και πάνω της, κάτι γλάροι που λικνίζονταν, μοιάζαν με νούφαρα. «Τόσο κοντά μας... Προσιτή όπως την ευτυχία...» σκέφτηκε και γύρισε να του το πει.

Αυτός στεκόταν πάντα στην ίδια θέση, με το κουρεμένο του κεφάλι, το στρογγυλό και στέρεο και με κείνη τη διπλή χαρακιά στο κούτελο, που ’φερε μαζί του γυρίζοντας. Ήταν σα βράχος μαυρισμένος από τον ήλιο, γυαλιστερός και ρυτιδωμένος.

- Κώστα, του λέει. Να ’ξερες πόσο μετάνιωσα που τότε...

Πέντε χρόνια... «Αν δε σκοτωθεί» έλεγε στην αρχή. Αργότερα: «Αν δεν τον σκοτώσουν». Και στα δύο τελευταία: «Αν δε μου τον πεθάνουν...».

Και να τον σήμερα! Μ’ ακόμα δεν τον είχε φιλήσει.

Μάζεψε τα λουλούδια που ξεραίνονταν πάνω στο μάρμαρο του κομοδίνου και τα πέταξε έξω. Ύστερα έπιασε τα σεντόνια. Ήταν καθαρά, μα πόσο μεγάλα...

- Γιατί δε μου λες τίνος είναι;

- Σου είπα. Ενός φίλου που δεν τον ξέρεις.

- Και μπορούμε να μείνουμε όσο θέμε;

Ο Κώστας με το κεφάλι έκανε νόημα πως «ναι, ό σ ο θέμε».

- Θα πεινάσουμε.

Της έδειξε το πακέτο που βαστούσε.

- Είσαι φοβερός! Τι σ’ έκανε τόσο σίγουρο πως θα ’ρχόμουν; Γιατί να σε περίμενα; Τα χρόνια περνούν...

Το ύφος της, το τάχατε θυμωμένο στην αρχή γίνηκε μελαγχολικό καθώς ζητούσε με τα μάτια έναν καθρέφτη για να κοιταχτεί. Αρκέστηκε ν’ ακουμπήσει τα χέρια της ανάστροφα στους κροτάφους. Έσμιξε τα δάχτυλα πίσω κι ανασήκωσε λίγο τα μαλλιά, σα ν’ αέριζε το σβέρκο της.

- Τα γράμματά σου, της είπε αυτός.

- Α, ναι. Και δε μπορούσα να λέω ψέματα;

- Θα το καταλάβαινα.

Μερικοί γλάροι σηκώθηκαν και πετούσαν όλοι μαζί πάνω απ’ το ίδιο σημείο. Ένας τους όμως τέντωσε τις φτερούγες και γλίστρησε πέρα.

- Είσαι φοβερός, του ξανάπε. Έχεις μιαν ήσυχη δύναμη που δεν την είχες.

- Έζησα, είδα πολλά.

- Μα είσαι ντροπαλός, ενώ δεν ήσουν.

- Σ’ αγαπώ.

Ο γλάρος, που είχε χαθεί, ξαναφάνηκε. Βούτηξε το κεφάλι του με ορμή μες στο νερό, χτύπησε τα φτερά του κι ύστερα υψώθηκε πάλι. Οι άλλοι γλάροι άρχισαν να ξανακαθίζουν.

- Αγόρι μου, είπε η γυναίκα παίρνοντας το κεφάλι του μέσα στις δυο της παλάμες.

Ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του και τα ξανάκλεισε μονομιάς γιατί τον θάμπωνε το ηλεκτρικό. Εκείνη, γερμένη από πάνω του, προσπαθούσε με το δάχτυλο να σβήσει τις δυο ρυτίδες που ’χε στο κούτελό του, σα να μπορούσαν να σβήσουν μαζί κι όλα τα δύσκολα χρόνια.

Της το ’πε. Τότε κείνη τον άφησε, πήδηξε χάμω και με γυμνά πόδια πήγε στην μπαλκονόπορτα και μισάνοιξε τα πατζούρια. Ο φωτισμός της κάμαρας άλλαξε.

- Ρίξε πάνω σου κάτι. Σε χτυπά κατάστηθα, της είπε.

Μα δεν ήταν αυτό. Ένας φόβος τον έπιασε, όπως όταν έβλεπε τους εγχειρισμένους συντρόφους να σηκώνονται και να περπατούν μέσα στο θάλαμο κι όλο έτρεμε η ψυχή του μήπως ανοίξει η πληγή τους από κάποιαν απότομη κίνηση.

- Κώστα, είπε εκείνη ξανακλείνοντας τα πατζούρια. Θυμάσαι την ολονυχτία μας του Φλεβάρη;

Έσβησε το ηλεκτρικό και πλάγιασε δίπλα του. Το δωμάτιο φωτιζόταν τώρα μονάχα απέξω, μ’ όσο θαλασσινό φως περνούσε μεσ’ απ’ τις γρίλιες, ασημοπράσινο.

- Θυμάσαι, ξανάπε, το παιχνίδι που παίζαμε για να νικήσουμε τον ύπνο;

- Θυμάμαι την ολονυχτία, της είπε. Και θυμάμαι πως εγώ δε νύσταζα καθόλου. Βασανιζόμουν. Για ποιο παιχνίδι λες;

- Το ξέχασες... Δε θυμάσαι που πιάσαμε να μιλάμε όπως μιλούν οι ήρωες μεσ’ από τα βιβλία; Αν ξαναδοκιμάζαμε, Κώστα;

Παύση.

- Ποια βιβλία, ποια λόγια μπορούν να σε ζωγραφίσουν, όπως σε σήκωνα μέσα μου, πέντε χρόνια, σφιγμένη σα γροθιά, μονάκριβή μου αγάπη; Να σ’ αποδιώχνω και να σε νιώθω πάντα εκεί, σα μια κρυφή πληγή, αξεδίψαστη... Φέρτε μου κείνον τον πολεμιστή, που ντύθηκε την πιο βαριά του αρματωσιά και κίνησε με το μεγάλο του σπαθί να βρει την κόρη π’ αγαπούσε. Και την έσφαξε! Για να μη συνεπαίρνει τα λογικά του, για να μην του θολώνει το βλέμμα. Φέρτε τον και να γονατίσω, να φιλήσω τη σκόνη των ποδημάτων του και να του πω: «Αδελφέ μου, εμαρτύρησες». Να μη γυρίζεις να κοιτάξεις τα τριαντάφυλλα. Να διώχνεις απ’ το νου σου τις μηλιές, μπας και σου ξαναφέρουν πίσω τα χιόνια, τα μονοπάτια του βουνού, τον τάφο του πατέρα και κλάψεις και θυμηθείς τα δάκρυά της. Εσένα, λυγμέ μου κρυστάλλινε, ω Ελένη!

Και κείνη είπε:

- Δεν είναι πιο μεγάλο μαρτύριο από το να ’χεις τάξει το κορμί σου σ’ ένα μελλοθάνατο. Κάθε στιγμή, την κάθε μέρα, να ποθείς τ’ αγκάλιασμά του, να λαχταράς τον πόνο απ’ το δικό του το κορμί, την τρυφερότη του. Αχ, να λες, αυτός ο κόσμος είναι μισερός, τούτη η ζωή θε να ’ναι μια μεγάλη αποτυχία, και το γάλα της μάνας κι οι κούκλες, οι φιλενάδες του σκολειού και τα κρυφομιλήματα, τα καθαρά πρωινά και το νερό το κρύο, η Μυρτιώτισσα, η μουσική, η πλούσια, η κεμπάρικη ψυχή του Μπετόβεν, τα λουλούδια κι η θάλασσα, ω η θάλασσα... Όλα ταύτα θα πάνε χαμένα αν δε γεννήσω ένα παιδί δικό του. Και να μην ξέρεις αν έχει πεθάνει και πότε θα το μάθεις, από γράμμα, από δυο λέξεις στην εφημερίδα ή απ’ το ραδιόφωνο.

Εκείνος τη φίλησε και είπε:

- Δεν είναι πιο μεγάλη ευτυχία από το χωρισμό. Τότε μονάχα καταχτιέται ολάκερη η αγαπημένη. Μαζεύεις, μαζεύεις ό,τι βρίσκεται δικό της στον κόσμο, ακόμα και μια λάμψη απ’ το νυχάκι της. Μαζεύεις τους ανασασμούς, τα παραμιλητά της, και χτίζεις. Τι τέχνη χρειάζεται για να βρεις το χρώμα, το ψηφίδι που θ’ αποτελειώσει μια λεπτομέρεια. Μες στο στρατόπεδο είχαμε κάποιον. Στάθηκες η πρώτη του αγάπη. Ω, δεν τον ξέρεις. Ήταν τόσο άτολμος. Ποτέ δε σου μίλησε. Αν τύχαινε να περιμένετε το ίδιο τραμ, αυτός τ’ άφηνε κι έπαιρνε το επόμενο. Τώρα είναι παντρεμένος, με παιδιά. Και μόλο που με περνούσε στα χρόνια, ήταν αδύνατος άνθρωπος, είχε ανάγκη ν’ ακουμπάει πάνω σε κάποιον. Καθόμαστε τα βράδια, έξω έξω, τάχατε πως δεν υπάρχουν συρματοπλέγματα, και μιλούσαμε για σένα.

Και κείνη είπε:

- Τι παράξενο, εκείνος ο πολεμιστής να σφάξει την αγαπημένη του για να μπορεί να πολεμά καλύτερα και κατόπι να παρακαλά να του την ξαναζωντανέψει ένας ξένος, και να μη ζηλεύει.

Και κείνος είπε:

- Δεν είναι μια φορά που την έσφαξε ο πολεμιστής, την Ελένη. Τη σκότωνε κάθε μέρα και κείνη ανασταινόταν μεσ’ από της καρδιάς του το δάκρυ. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Αυτό ήτανε το μαρτύριο, αυτός ήτανε ο παράδεισός του. Όχι, δε ζήλευε.

Και κείνη είπε:

- Είναι φριχτό να νιώθεις ξένη ανάμεσα στους δικούς του. Ν’ αποζητάς τη συντροφιά τους, να πηγαίνεις στο λυπημένο σπίτι τους και να ’σαι σα ζητιάνα, απροσκάλεστη. Και κείνοι να μη σε διώχνουν, να σου χαμογελάνε κιόλας, με κείνο το χαμόγελο που δεν το ξέραν οι άνθρωποι πριν από τούτο τον πόλεμο, τόσο σοφό, τόσο γλυκό και τόσο πικραμένο. Κι όμως να ’ναι σα να σου λεν: Τ’ είναι ο δικός σου ο καημός για μια ψυχή, για έναν άνθρωπο. Αυτοί καήκανε για ένα λαό, για μια πατρίδα.

Και κείνος είπε:

- Στην κορυφή του χειμώνα και της ερημιάς σε βρήκα πάντα να στέκεσαι ολόρθη, μονάκριβή μου Άνοιξη. Είδα να φυτρώνουν στις πετραδιασμένες αμμουδιές της Λιβύης οι ανεμώνες του Απρίλη, κόκκινες, κίτρινες, μαβιές. Ήσουν εσύ ντυμένη με βαλκανικό κεντηδιασμένο πουκαμισάκι και κόκκινη φούστα. Κι είδα τους δεσμοφύλακές μας να ραντίζουν τα λουλούδια με πετρέλαιο και να τα καίνε. Είδα τη νοσταλγία της πατρίδας να σαλεύει τα λογικά των ανθρώπων κι άκουσα με τούτα μου τ’ αυτιά, μια νύχτα στο τσαντήρι μας, το παραμιλητό δυο συντρόφων, που μέσα στον ύπνο τους συζητούσαν πώς να πάνε πέρα κολυμπώντας, ως έξω απ’ το Τομπρούκ, και να βουτήξουν, λέει, και με τις πλάτες τους να βγάλουν πάνω στα κύματα το βουλιαγμένο θωρηχτό το «Μπάρχαμ», να τ’ αρματώσουν κι από κει να τραβήξουν γραμμή να λευτερώσουν τον Περαί-... Όχι, το Θιάκι πρώτα, του ’λεγε ο άλλος. Άκουσα χιλιάδες ανθρώπους να ξορκίζουν την τρέλα τραγουδώντας λόγια που μιλούσαν για κόκαλα.

Και κείνη είπε:

- Ω, σώπα, με πονά η καρδιά μου. Στη μέρα τη σημερινή ταιριάζουν τέτοια επιθαλάμια;...

Και κείνος είπε:

- Είδα την άκαρδη φυλή να ξεγυμνώνεται κι ήπια ποτήρι πάνω στο ποτήρι το πιοτό της γνώσης, όλο πίκρα, όλο φωτιά, όλο λύπηση. Είδα τους δεσμοφύλακές μας να σκοτώνουν με μια σφαίρα τον Νταβέλη, το μόνο σκυλί που απόμενε μέσα στο σύρμα, για να φάει σαν ψώρα τις παλάμες μας η δίψα του χαδιού.

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας

μεσ’ απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές,

σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία...

Έτσι τραγούδησε ο Έλιοτ. Μα έρημη Χώρα είναι η καρδιά κάθε δυνάστη. Σ΄ όλα τα σταυροδρόμια της Μέσης Ανατολής, σ’ όλα τα μονοπάτια της Ερήμου, είχανε στήσει πινακίδες: «Μη σπαταλάτε - Dont Waste». Κι η κρύα φυλή έσβηνε παντού τις μισές, για να παίξει: Waste... Waste... Waste... The Waste Land! Είδα τη μάσκα της ανήμπορης λύσσας όταν εκδικιέται με τη σπατάλη... Είδα να σκάβουν μικρούς λάκκους στην άμμο, ν’ αδειάζουν μέσα τα δοχεία της μπενζίνας και να βάζουν φωτιά για να ψήσουν το τσάι τους. Κι αφήναν τα δοχεία γερμένα ν’ αδειάζουν, να πίνει η άμμο την υγρή δύναμη. Είδα την άμμο να πίνει τον ιδρώτα που έτρεχε από τα κορμιά των συντρόφων μου όταν κουβαλούσαν πέτρες από τον ένα σωρό στον άλλο κι ύστερα τις ξανακουβαλούσαν πίσω. Και την είδα να πίνει με την ίδια δίψα, την αντρίκεια τρυφερότη τους, όταν τρελοί από μοναξιά, ξεσηκωμένοι ενάντια στο σκληρό γραμμένο, τη σπέρναν κρυφά και φοβισμένα, προσφορά σε κάποια γυναίκα που μπορεί και να μην τους γνώριζε. Τόση δύναμη, τόση δουλειά, τόσος έρωτας...

- Σώπα, σώπα, Κώστα. Φτάνει, του λέει και του κλείνει το στόμα με το χέρι της.

- Γιατί;

- Γιατί δε μιλάς πια όπως τα βιβλία. Μιλάς σαν τις εφημερίδες.

Και κείνος είπε:

- Είναι χρόνια τώρα που θέλω να γράψω ένα ωραίο βιβλίο. Ένα βιβλίο με δέντρα, μ’ ένα ψαράδικο λιμανάκι κι ένα μεγάλο έρωτα. Να ’ναι μια κόρη που να τη φωνάζουν Ιγγεμποργκ κι άλλη μια, η Μονάκριβη. Τα λόγια, γεμάτα και ήρεμα σαν ποτάμι, να φεγγίζουν μεσ’ από τις γραμμές του χρυσαφένια, όπως το ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τα λιόδεντρα και τα πεύκα. Να τελειώσω το βιβλίο και να μη μου κάνει καρδιά να τ’ αφήσω, μόνο να κάθομαι να γράφω άλλες δυο σελίδες, μ ε κ υ ρ τ ά τ ω ν δ έ κ α, λ ε υ- κ ά, έτσι για να μείνω ακόμα λίγο με τη συντροφιά των ηρώων μου. Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπητερό που να κάνει ευτυχισμένους όσους το διαβάζουν. Μα είναι τούτη η κατάρα της εποχής μας, που μου πατάει το σβέρκο και μου κολλά το πρόσωπο πάνω στη δυστυχία των ανθρώπων, πάνω στις ανοιχτές πληγές, στη λάσπη και τον κοριό. Και σκληράθηκαν όλα: η φωνή, τα δάχτυλα κι η καρδιά μου. Κι ο Απρίλης με τις πασχαλιές, γίνηκε ο μήνας ο σκληρός. Τον βλέπω σαν ξερή πέτρα να βουλιάζει σε μιαν άγονη και πυρωμένη αμμοθάλασσα. Και γύρω από την πέτρα είναι τσακάλια κι ακρίδες και σκορπιοί και σκολόπεντρες και φίδια και γεράκια. Είναι και τα κίτρινα κόκαλα της εξορίας και της μοναξιάς. Τον Απρίλη γευτήκαμε το φαρμάκι της προδομένης φιλίας. Γι’ αυτό είναι και πιο σκληρός.

Ξύπνησε απ’ το θόρυβο που ’κανε η Ελένη καθώς ξανάκλεινε τη μπαλκονόπορτα.

- Μου φάνηκε πως κάποιος φώναζε «Κώστα, Κώστα», του λέει. Μα δεν ήταν κανείς. Μόνο το σκοτάδι. Θα ’ταν η θάλασσα.

Ο Κώστας της χαμογέλασε.

- Τον πήρα λιγάκι, είπε. Είδα και όνειρο. Ήταν σαν ένα λυρικό παραλήρημα, σα να ονειροπολούσα μέσα στ’ όνειρό μου. Έτσι που είμαστε πλαγιασμένοι στα σεντόνια, έλεγα, να ’ταν, ψυχή μου, αμπελόφυλλα, να μας τύλιγαν· κάποιος να μας κρεμούσε στην κληματαριά της θάλασσας και να μας έψηνε το φως του φεγγαριού· να γινόμαστε κρασί γαλάζιο, να το ’πινες, να μεθούσες και να θυμόσουν την αγάπη σου και να ’κλαιγες· να ’κλαιγες μαργαριτάρια, να τα μάζευα, να τα πουλούσα στην αγορά, για να σε τρέφω!

- Ωχώ, να με τρέφεις ε; Λύθηκε επιτέλους η γλώσσα σου, αγάπη μου.

- Είναι η ποίηση. Όλα τα χρόνια του πολέμου την έπνιγα μέσα μου.

Δαμάζομουν. Με το γόνατο

πατούσα το λαρύγγι της ποίησής μου

σαν το Μαγιακόφσκι. Σήμερα στ’ αλήθεια νιώθω πως είναι η πρώτη μέρα που αποστρατεύθηκα. Ω, θα σε κάνω ευτυχισμένη.

Η Ελένη ανατρίχιασε:

- Φοβάμαι, του λέει. Φοβάμαι τον άνθρωπο που ήσουν αυτά τα πέντε χρόνια. Φοβάμαι πως ποτέ δε θα μπορέσω να τα ζήσω από μέσα σου. Πώς να περάσω τόσες ερημιές, τόσες πικρίες. Είναι πέντε χρόνια που μου λείπουν από τη ζωή σου. Εσύ ψηνόσουν στο λιοπύρι της ερήμου και μένα με πασπάλιζε η ασημόσκονη του φεγγαριού. Πε μου, μπορείς να μου ξηγήσεις τι γίνηκε κει πέρα; Την ουσία θέλω, τι κέρδισαν οι άνθρωποι;

- Θα σου πω για τον Αντώνη, το «σύνδεσμο»: Ύστερ’ απ’ το Λίβανο, έπρεπε κάποιος να μας φέρει την «καινούρια γραμμή» σε μας που βρισκόμασταν απομονωμένοι μεσα στα σύρματα. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αντώνης. Ήταν ένα Καριωτάκι, είκοσι πέντε χρονώ. Είχε εφτά πληγές από τ’ Αλβανικό και μάτια γαλανά που σε σφάζανε. Κι έκανε το δρόμο ίσαμε το Γιαντζούρ, πέρασε όλη την έρημο, με τα πόδια. Όλη τη Λιβυκή και τη μισή Κυρηναϊκή. Τρεις μήνες περπατούσε κι όταν έφτασε, κανένας από μας δεν ήθελε να τον πιστέψει. Και το χειρότερο: τη γραμμή την είχαμε βρει μονάχοι μας ακούοντας ραδιόφωνο. Τότε όμως είχε αλλάξει η κατάσταση και χρειαζόταν πάλι σύνδεση. Ο Αντώνης σηκώθηκε: «Θα πάω εγώ» είπε κι έφυγε. Και πια δεν ξαναφάνηκε. Πουθενά. Μπορεί να τον σκότωσαν, μπορεί να πέθανε απ’ τη δίψα, μπορεί να ξύλιασε απ’ το κρύο και να τον φάγαν τα τσακάλια.

- Τον φαντάζομαι, λέει η Ελένη, ολομόναχο να περνά τη Λιβυκή. Χωρίς καμιά συντροφιά να τον εμψυχώνει, μόνο εκείνος κι η σκιά του, κι η δίψα του. Να κρύβεται από τους ανθρώπους. Να περνά μεσ’ από τ’ αγγλικά φυλάκια, τα στρατόπεδα των αιχμαλώτων, τα ναρκοπέδια, τρεις μήνες! Η πίστη που οδηγούσε τα βήματά του έχει κάτι το φοβερό. Πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος αυτός να χωρέσει ξανά μέσα σ΄ ένα σπίτι, ν’ ανοίξει τη βρύση, να καθίσει στο τραπέζι και να κόψει ψωμί;

- Μπορούσε. Όχι μονάχα αυτός μα και όλοι τους. Όμως τώρα που γύρισαν θαρρείς πως τους χωρά κανένα σπίτι; Είναι σαν τον Αντώνη, το «σύνδεσμο». «Θα πάω εγώ» λένε και θέλουν να παλέψουν με τη Μοίρα για δεύτερη φορά. Το χρέος τους το κάμανε, μόνο να, η δουλειά δεν τελειώνει, κατάλαβες; Πρέπει να ξαναπεράσουν την έρημο.

- Μα τότες εγώ έχω δίκιο. Το σπίτι δεν τους χωρά.

- Τους χωρά, τους χωρούσε και τότε ακόμα, κάθε μέρα. Είχα ένα φίλο, Μιχάλη. Έτυχε να μας παν έξω από τη Μπεγκάζη, τότε που μας δώσαν να φυλάγουμε αιχμαλώτους. Στη Μπεγκάζη, πρέπει να σου πω, κατοικούσαν καμιά τριανταριά ελληνικές οικογένειες. Ένα μεσημέρι, σ’ ένα πάρκο, ο Μιχάλης έπιασε παρέα μ’ ένα παιδάκι ως πέντε χρονώ, που μιλούσε ελληνικά. Πιο κάτω καθόταν η μάνα του. Κάποτε τέντωσε τέντωσε τ’ αυτί της και πήρε τα ρωμέικά τους. Χίμηξε πάνω στο παιδί της να το φάει: «Δε σου ’πα να μη μιλάς μ’ α υ τ ο ύ ς ; » . Το ’δειρε κι ύστερα το φυλάκισε μέσα στα σκέλια της. «Σηκώθηκα κι έφυγα», μου ’λεγε ο Μιχάλης μ’ ένα πικραμένο χαμόγελο, «και το βράδυ, στη φρουρά, μου ξανάρθανε όλα τούτα στο νου. Κοίταξε, λέω, ποιος ξέρει τι να λένε των παιδιών για μας. Μα τι, ψωριάρικα σκυλιά είμαστε πια για να μη μας ζυγώνουν; Και κει στα σκοτεινά, που δε μ’ έβλεπε κανείς, άφησα τα δάκρυά μου και τρέχαν».

- Ω, ναι. Όταν εύρεις το δρόμο των δακρύων τότε το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά.

- Μα και τ’ αντίστροφο. Πρέπει να βγεις από το σπίτι σου για να βρεις το δρόμο των δακρύων. Και δεν είναι όλοι οι δρόμοι τόσο απλοί. Είναι δρόμοι που απ’ αλλού ξεκινούν κι αλλού σε βγάζουν. Όταν μας αναγκάσανε ν’ αφήσουμε το καράβι μας, ο Πλαούδας, ο παλαιοημερολογίτης, πήγε και ξεκάρφωσε το κόνισμα τ’ Αι-Νικόλα και το ’βαλε στο σάκο του. Για να μας φυλάει, λέει, εκεί που πηγαίναμε. Στο σύρμα πια, ένα πρωί, τον είδα καθισμένο κατάχαμα σταυροπόδι και κάτι μαστόρευε. - Κώστα, για κοίτα, μου λέει και μου κλείνει το μάτι. - Τι είναι, μωρέ Πλαούδα, τον ρωτώ. - Να, κοίτα μονάχος σου, μου λέει κι ήταν όλο καμάρι. Σκύβω: Έίχε κόψει λουρίδες λουρίδες το κόνισμα τ’ Αι-Νικόλα και το ’φτιαχνε χάρακες. Ήταν λίγες μέρες που στον κλωβό μας είχαμε αρχίσει μαθήματα Γεωμετρίας και δεν είχαμε χάρακες.

- Τι έξυπνα που κάνεις τη δουλειά σου. Να σε παρομοιάσω με το Χριστό και τις παραβολές του ή με τη Χαλιμά και τα παραμύθια της; - Αχ, αλήθεια, θα ’χουμε και μεις ακόμα χίλιες νύχτες ολοδικές μας; - Μα ξέρεις, πιο πολύ μου θυμίζεις τους ναυτικούς που σταμπάρουν πάνω στο πετσί τους κι από μια γοργόνα, ένα λουλούδι, ένα όνομα σε κάθε λιμάνι που...

Ο Κώστας πήγε ν’ απαντήσει μα η Ελένη του ’κλεισε το στόμα. Τέντωσε τ’ αυτί της:

- Ακούω πατήματα στη σκάλα, να, βάζουν το κλειδί στην ξώπορτα. Τώρα;

Ο Κώστας σηκώθηκε μονομιάς, έριξε κάτι πάνω του.

- Σκεπάσου, της είπε. Πάω να δω.

Ακούστηκε η πόρτα ν’ ανοίγει, κάποιος μπήκε και την ξανασφάλιξε πίσω του.

- Γεια σου, τι τρέχει; του είπε ο Κώστας.

Ύστερα συνεχίσανε ψιθυριστά. Σε λίγο ο άλλος έφυγε. Ο Κώστας φάνηκε ξανά, ήρεμος μα κλειστός. Σα βράχος γυαλιστερός και ρυτιδωμένος.

- Πρέπει να φύγω αμέσως, της είπε κι έπιασε να ντύνεται γρήγορα.

- Μα ποιος ήταν; Δε μπορούσαν να περιμένουν ίσαμε αύριο;

- Κάποιος που δεν ξέρεις. Ευτυχώς που με βρήκαν εύκολα. Δεν έχω καιρό να σε περιμένω. Θα γυρίσεις μόνη σου. Ντύσου, σβήσε το φως και σύρε πίσω σου την ξώπορτα. Δε χρειάζεται κλείδωμα. Αν κάνεις γρήγορα, ίσως προφτάσεις το τελευταίο λεωφορείο.

- That' s the way the world ends... είπε κείνη ειρωνικά. Καβαλιέρος να σου πετύχει... Τι ώρα θα σε δω αύριο;

Ο Κώστας έβαζε τη γραβάτα του. Ήρθε κοντά της και την κοίταξε μέσα στα μάτια, ήσυχα, μ’ ένα φως παράξενο που ερχόταν από μέσα βαθιά.

- Δε θα με δεις αύριο, ούτε μεθαύριο, Ελένη, κατάλαβέ με: Π ρ έ π ε ι ν α ξ α ν α π ε ρ ά σ ω τ η ν έ ρ η μ ο .

- Κώστα, είπε κείνη και με μια κίνηση έκανε τα μαλλιά της πίσω, στη γυμνή πλάτη. Ύστερα σάμπως ξαφνικά να κατάλαβε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, το κορμί της ζάρωσε. Τα μάτια της άνοιξαν γεμάτα τρόμο.

- Κώστα, ξανάπε. Άλλα πέντε χρόνια; Μα τώρα...

Το χέρι με τα βαμμένα νύχια πίεζε τη γυμνή κοιλιά, σα να σκιρτούσε κιόλας εκεί μέσα η νέα ζωή.

- Γιατί το λες αυτό; Δεν ξέρω πόσο θα λείψω, όμως...

- Πάρε με μαζί σου, λοιπόν.

- Αδύνατο!

Με τον τρόπο που το ’πε, η Ελένη κατάλαβε πόση απόσταση τους χώριζε ακόμη. Είχε πάλι φύγει από κοντά της. Είχε ξανασφαλίσει ολόκληρος. Τα μάτια του κοιτούσαν μακριά, εξιχνιάζαν τον ορίζοντα της ερήμου.

- Κώστα, αχ Κώστα, δεν έπρεπε να με σφάξεις! Έπρεπε να με βαφτίσεις στα δικά σου νερά. Τώρα, ξέρω πως δε μπορείς να κάνεις αλλιώς, όμως δε σε καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

- Το ξέρω. Φταίω κι εγώ, μα ήρθαν όλα τόσο βιαστικά. Ποτέ μου δεν πίστευα...

- Κι εγώ που έλεγα πως η ευτυχία γίνηκε προσιτή, σαν τη θάλασσα. Ναι, σαν τη θάλασσα: έρχεται και φεύγει.

Ελύγισε στα δυο, έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της και ξέσπασε σε λυγμούς.

Ο Κώστας στάθηκε από πάνω της μια στιγμή. «Αγάπη μου» της είπε. Άπλωσε το χέρι, μα πριν την αγγίξει το τράβηξε πίσω, έκανε μεταβολή κι έφυγε.

Όσο κατέβαινε τη σκάλα άκουε τους λυγμούς. Όταν βγήκε από το σπίτι οι φωνές της θάλασσας τα σκέπασαν όλα.

- Πάμε, είπε στον άλλο που περίμενε.

Περπατούσε και μπροστά του ήταν το σκοτάδι. Μα πέρα απ' το σκοτάδι η ματιά του έψαχνε κι αναμετρούσε το σκληρό, το μακρύ μόχθο που τους περίμενε. Θυμήθηκε ένα συνάδελφό του, αγρότη από τον κάμπο της Θράκης: «’Οταν είναι θέρος, του έλεγε, κι οι θεριστάδες, κοντά στο μεσημέρι, είναι αποσταμένοι πια από τον κάματο και τη ζέστη, στήνουν δυο δεμάτια εκεί που δουλεύουν, ξαπλώνουν και, στη μικρή τους σκιά, βάζουν το κεφάλι τους. Παίρνουν ένα υπνάκο για δυο τρία λεπτά κι ύστερα πάλι σηκώνονται και ρίχνονται στη δουλειά. Έχουν να πουν πως αυτός ο ύπνος, ο τόσο σύντομος, είναι κι ο πιο γλυκός. Είναι ο ύπνος του θεριστή...». Κι εγώ που θάρρεψα πως «αποστρατεύτηκα»! Καημένη Ελένη... Μήτε μια μέρα καλά καλά. Έντεκα ώρες για τα πέντε χρόνια της αγωνίας. Κι άλλα πόσα ίσαμε να τελειώσει το θέρισμα;

Σα να ’ταν ο κάμπος μπροστά του, ο Κώστας στήλωνε τα μάτια μες στο σκοτάδι για να δει την άκρη του. Ο άλλος άρχισε επιτέλους να του μιλά. Η Ελένη και το δωμάτιο με το μεγάλο κρεβάτι και τη μυρωδιά των μαραμένων τριαντάφυλλων, μείναν πίσω πολύ, στα πόδια της θάλασσας. Τώρα οι δυο άντρες βάδιζαν μέσα στον κάμπο με τα τραχιά χώματα και τον αδυσώπητο ήλιο.

7/30/2007

Προέρχεται ο Δυισμός εκ δυ(ι-ει)σ μας;;;


Όπως αναφέρει ο Πλάτωνας (
Phaed. 82b10–11), ο Σωκράτης στις συνομιλίες που κάνει με τους μαθητές του, το διάστημα μεταξύ ετυμηγορίας και εκτέλεσης της ποινής του, ισχυρίζεται ότι η φιλοσοφία εξαγνίζει: ελευθερώνει την ψυχή και κυρίως την καθαρή ουσία της από την φυλακή του σώματος.

Aυτή η πλατωνική εικόνα της φιλοσοφίας, εμφανίζεται δυϊστική με δυό τουλάχιστον τρόπους: όχι μόνο διαχωρίζει την ψυχή από το σώμα, αλλά διαχωρίζει τον κόσμο των αισθήσεων από τον κόσμο του νου και τον κόσμο της συνείδησης.

Η εικόνα αυτή, συνοδεύεται από την πρακτική επιταγή του να αποστρέφεται κανείς, ως κακό, το σώμα και ότι παράγεται μέσα του: αισθήσεις, φαντασία, επιθυμίες και συναισθήματα. Αντίθετα η προσκόλληση στον έρωτα του καθαρού λόγου και τής συνείδησης παρέχει, σύμφωνα με την πλατωνική υπόσχεση, την παρηγοριά της θέωσης.

Όταν οι ακαδημαικοί συζητούν για δυϊσμό κατα κανόνα αναφέρονται σ’ έναν κοσμογονικού τύπο δυισμό: ως τον διαχωρισμό ανάμεσα σε δυό κοσμογονικές αρχές και συγκεκριμένα σ’ αυτή του καλού απο τη μιά, του κακού απο τήν άλλη.

Οταν, αντιθέτως, οι μοντέρνοι φιλόσοφοι αναφέρονται στον δυϊσμό, σχεδόν πάντα αναφέρονται στο δυϊσμό με τήν ψυχολογική του έννοια δηλ. : ως τόν διαχωρισμό στα δύο συστατικά της ανθρωπινότητας και συγκεκριμένα ανάμεσα στο σώμα και το νου.

Μελετώντας τις πηγές εμφάνισης κι ανάπτυξης αυτού του πλατωνικού δυϊσμού, βλέπει κανείς ότι θα έπρεπε ίσως νά του είχαμε παραχωρήσει μιά ξεχωριστή θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας και τής θρησκείας . Κι αυτό γιατί μια συζήτηση για τους αρχαίους φιλοσόφους προϋποθέτει διαχωρισμούς και των δυο τύπων και κοσμογονικούς και ψυχολογικούς.

Για τους πυθαγόρειους (που ο Σωκράτης υιοθετεί, τρόπον τινά, παρά την μαθητεία του στους μονιστές Μιλήσιους και την μελέτη του, πιθανώς, στους Παρμενίδη και Ηράκλειτο), τον Πλάτωνα και τις διδασκαλίες που τους ακολούθησαν, αυτοί οι δυο τύπου διαχωρισμού, σχετίζονται στενά με ηθικούς κανόνες περί αγνότητας και θεωσης που ανιχνεύονται στην θρησκειολογία λαών της ανατολής. Ο κοσμολογικός δυισμός των πυθαγορείων π.χ. ανιχνεύεται στον ζωροαστρικό δυισμό. Την ίδια όμως στιγμή, η πυθαγόρεια εσχατολογία είναι εντελώς ξένη προς την περσική θρησκεία κι ο ψυχολογικος δυϊσμός της συνομιλεί στενά με την αντίληψη περί καθαρής σκέψης και θεωσης που βρίσκουμε στις πρώιμες μονιστικές ινδικές φιλοσοφικές αντιλήψεις, ώστε να δημιουργείται μιά νέα, ελληνική, σύνθεση ανάμεσα στον μονισμό και τον δυισμό.

Ετσι, όταν ο Πλάτων υιοθετεί τήν Πυθαγόρεια σύνθεση σαν κεντρικό πλαίσιο της φιλοσοφίας του, προϋποθέτει μια λογική ουσιοκρατικής καθαρότητας της σκέψης που έχει κληρονομηθεί απο την ανατολή. Την ουσιοκρατική αυτή καθαρότητα ως τελολογία του πολιτικού συστηματοποιεί αργότερα, στη δυιστική της μορφή, ο Αριστοτέλης στην θεωρία των ζευγών του.

Παρότι λοιπόν, η πλατωνική φιλοσοφία μοιάζει μονιστική, στην πραγματικότητα αποτελεί μιά ευγενή ισορροπία ανάμεσα σε δυϊσμούς διαφορετικής μορφής.Κι αυτή ακριβώς η ακροβασία της, είναι που κάνει για πολλούς τήν ηθική της κανοναρχία οχι απλά ελκυστική αλλά σχεδόν ακαταμάχητη.

7/25/2007

ΣΥΡΤΟ TOY ANEMOY

Πήρα τα ποιήματά του και

τα ‘κανα παντιέρα.

Ρούχο τα φόρεσα κι

έπιασα τους δρόμους .


Τώρα, σαν του βαστάει ,

ας έρθει να μου γυρέψει το λόγο.



7/21/2007

Dream avec Duchamp



7/18/2007

dream sans Duchamp

7/17/2007

Πόσο άλλο πια να ζήσει; Εε, πήγε και πέθανε !

Ξεχασμένα καθώς βιώνα, μου είχε διαφύγει. Παρέλειψα λοιπόν να τον ανταμώσω . Κι αυτόν. Κι εκείνος πήγε και πέθανε! Είναι που δεν σε ρωτάει ο θάνατος αν έχεις καμιά εκκρεμότητα, καμιά επίσκεψη, τίποτα γνωριμίες αγνώριστες, τίποτα γραφτά άγραφτα και περνάει όποτε του καπνίσει. Άνευ ραντεβού και τιμής άνευ. Έτσι σκέτα. Άφιλτρα. Καπνίζει κι .. αυτό είναι. Αντίο σας και χαιρετίσματα.

Είχε δεκαεπτά χρόνια τώρα πεθαμένος. Δεκαεπτά χρόνια! Μια εφηβεία μαζί με τα κεράσια της, όχι αστεία. Ο Άρης είχε γεννηθεί το ΄22. Ότι που είχε πατήσει η μάνα του στεριά στη Μυτιλήνη. Το μωρουδίστικο δέρμα του όταν γεννήθηκε μύριζε καπνιά. Σαν να ‘χε κολυμπήσει όλη την καταστροφή μές το αμνιακό του υγρό, έτσι που μεγαλώνοντας ήταν σχεδόν μοιραίο, αυτός που δεν πίστευε σε μοίρες, να καταλήξει τέτοιο σόϊ γιατρός στην Ελβετία.

Εγώ τον ξέχασα καμιά δεκαετία προτού πεθάνει κι όταν τον θυμήθηκα, όπως σου έλεγα, από την σάρκα του είχαν μείνει μοναχά μερικές σελίδες ποιήματα , κάτι ιστορίες, κάποιες μελέτες και τα λοιπά. Ώστε τίποτα δεν ξορκίσαμε παρέα. Ούτε ζωή, ούτε και θάνατο.

7/14/2007

Την πρώτη πενταετία του εικοστού αιώνα, δύο ήσαν τα σημαντικά γεγονότα στην πρωτεύουσα. Το ένα, όχι πώς τ’ άλλο είχε μικρότερη σημασία μα... με νοιάζει λιγότερο, ήταν η επίσκεψη του Νορβηγού.
Ή ομάδα του Mánes! Αυτοί κι η φυλλάδα τους, η «Volne smery» τα είχαν κανονίσει. Από το που θα εκτεθούν τα έργα, μέχρι το πού θα πιουν την μαύρη μπύρα.
Κανείς δεν το περίμενε και πιο πολύ ο νορβηγος ο ίδιος, πως αυτή του η επίσκεψη θα σημάδευε την καλλιτεχνική τροχιά της χώρας, τουλάχιστον για το πρώτο μισό του αιώνα που μόλις είχε ανατείλει!

Πριν καλά-καλά τελειώσει ή έκθεση, δυό απ' τις ομάδες που θα καθόριζαν το μέλλον είχαν σχεδόν δημιουργηθεί : οι «οκτώ» με τον Emil Filla κι η τριάδα των σουρεαλιστών των Nezval, Styrsky & Τoyen . Ο ποιητικός κυβισμός κι ο αρτιφισιαλισμός είχαν ήδη βρει τους πρώτους τους εκφραστές.

M αρέσει νά κοιτάζω αυτά τά δύο έργα παρέα : Τό κορίτσι του Munch και τόν αναγνώστη του Filla: Δεν ξέρω άν «Η επόμενη μέρα» του κοριτσιού, ήταν ανάμεσα στά έργα που είδε ό Filla το 1905, μά καθόλου δεν αποκλείεται νομίζω. Ο ίδιος πάντως, ζωγραφίζει τον «Αναγνώστη του Ντοστογιέφσκι» επηρεασμένος απ' το γεγονός και κάνοντας, με τον τρόπο του, χρήση του τρόπου του νορβηγού: δανείζεται τον λυρισμό του χρώματος μα για να πάει πέρα απ’ τον λυρισμό. Το δυναμισμό τής τεχνικής μα για να πάει πέρα κι απ' τον δυναμισμό. Κάνει χρήση της φόρμας μα για να της επιτρέψει να διαραγεί απ' την ουσία, την αγωνία μιας γενιάς πέρα από τους περιορισμούς τής συγκυρίας.



7/08/2007


(Κρήτη 1863)

«Aλλ’ήδη εισέρχοντο είς το χωριό και ο Θωμάς εστράφη κ’εφώναξε πρός τόν Σαϊτονικολήν:

-Ακούς σύντεκνε Νικολή, είντα διαλαλούνε;

Ο Σαϊτονικολής επρόσεξε και ήκουσε την φωνάρα του Παπαδομάρκου, όστις από υψηλόν δώμα διεκύρρητε τά εξής:

«Μωρέ παιδιά! Όλοι Τούρκοι και Ρωμηοί να το κατέχετε πως το Σάββατο θα καθαριστούνε τά χαντάκια απού το Μαυρικό ώς την Ποταμίσσα , κι όποιος δεν πάει γ΄ή δεν πέψη αργάτη θα πλερώνη πρόστιμο!».

Κατ’έτος η κατά διετίαν ο Μουδίρης, συνενούμενος με τούς προεστούς, διέτασσε κ΄εκαθαρίζοντο δι’αγγαρείας των παροχθίων ιδιοκτητών οι χάνδακες τών λειβαδιών, διά να μη αναπτύσσωνται ελώδη μιάσματα απο τήν συσσώρευση τής λάσπης, ήτις εδυσκόλευε την ροήν τών υδάτων.

Ο Θωμάς είχε σταματήσει πρό του τελευταίου νερόμυλου και επότιζε τον όνο του, ενώ ο Παπαδόμαρκος επαναλάμβανε τρίτην και τελευταίαν φοράν τό διαλάλημα. Εκεί είχον σταματήσει και άλλοι χωρικοί και ομίλουν περι της διαταγής, εντείνοντεςτην φωνήνδια να μη χάνεται είς την βοήν τού μύλου. Όλοι οι υπόχρεοι εις αγγαρείαν εγόγγυζον, διότι ό μέν ένας είχε τό Σάββατον εργασίαν μη επιδεχομένην αναβολήν, ό δέ άλλος έκρινε άδικον νά έχουν όλοι ίσην υποχρέωσιν, εν ώ αί ιδιοκτησίαι ήσαν άνισοι .»

Από τόν «Πατούχα» του Ιωάννη Κονδυλάκη, Αθήνα 1892

***

Χρόνια τώρα, θές γιατί έτσι θές γιατί αλλιώς, το απέφευγε. Με κάτι διφορούμενες δικαιολογιούλες και τεχνάσματα όλο και την ματαίωνε τήν απόκτησή του. Μέ κάτι ψευτοδικαιολογιούλες και τεχνάσματα, όλοι σχεδόν οι γνωστοί κι οι φίλοι τό είχαν βάλει σιγά-σιγά στα σπίτια τους. Συναινούντες και συνένοχοι. Πλήν εκείνης. Που τό ανέβαλλε. Είχε, όμως, φέρει δυό μπουγαρινιές. Και φύτεψε και δυό μέντες στο περβάζι, στη γλάστρα. Πήρε και δυό λουϊζες για το βεραντάκι.

Όμως φέτος τήν είχαν στριμώξει .

-Θα σού πάρουμε εμείς ένα..., της είπαν, δώρο! Δεν θά ξοδέψεις δεκάρα, να μη στεναχωριέσαι. Και δύο θα σου πάρουμε, αν θές, μάλιστα. Δεν γίνεται να ζεις έτσι αφύσικα... Εξάλλου, μήπως και τό δικό σου θα κάνει τη ζημιά; Μ’ ένα δεν σώζεται η κατάσταση, σώζεται; Εσυ που πάς και στις διαδηλώσεις γιά το περιβάλλον, όταν γυρίζεις απο τους δρόμους λίγη δροσιά, όσο νά ναι, την χρειάζεσαι για νά μην πάθεις άσθμα... Όσο νά ΄ναι....

Τζάμπα αντέτασσε πώς στο σπίτι μας, πρώτα, δοκιμάζεται -και σκληρότερα απο πουθενά- κάθε πίστη, κάθε αγάπη, κάθε φροντίδα. Τήν είχαν στριμώξει γιά τα καλά αυτή τή φορά. Ηταν βλέπεις, θέμα κανονικότητας πλέον, δηλαδή θέμα «φύσης».

Δεν θά την γλύτωνε. Ζήτημα χρόνου ήταν να το βάλει στο σπίτι το κλιματιστικό.

7/03/2007

Απο πού πάνε γιά Παπάγου;


6/25/2007

Διαβάζοντας τά όνειρα τών Strysky & Nezval . Τι υπέροχη ομάδα μαζί μέ την Τoyen!
Η εκπληκτική έκθεση στην γκαλερί του μύλου για τό πολυσχιδές έργο του Strysky κι η απίστευτη τύχη μου να έρθω σε επαφή με το σύνολικό έργο ενός συγκλονιστικού ποιητή της ζωής!
Πρέπει νά γράψω κάτι σύντομα....
Σκέφτομαι τους δικούς μας, Εγγονόπουλο Εμπειρίκο αντίστοιχα, τά κολάζ του Ελύτη τίς ομοιότητές τους αλλά και τις υπέροχές τους διαφορές.

Η τσέχικη ματιά με έχει εντυπωσιάσει πολλαπλά.
Γνώριζαν άραγε πόσο σπουδαίοι ήσαν; Να ξέρατε πόσο ξεχωριστοί είστε, προσπαθώ
να πώ στην υπάλληλο του μουσείου. Μοιάζει με μικρή μπαμπούσκα και δεν μιλάει αγγλικά ...

6/24/2007

(Κλέφτης χειρογράφων)

-Δεσποινίς, σάς παρακαλώ, μπορείτε νά γράψετε εσείς γιά μένα αυτό το κείμενο; Είναι δεμένο...τό χέρι μου, πρόσθεσε δείχνοντας με τά μάτια, θαρρώ πώς βλέπετε αδύνατο που είναι. Ορίστε τό χαρτί. Και στυλό βέβαια..

*

Τί γύρευες στό όνειρό μου, πρωί, με το δεξί σου χέρι γυψωμένο και τό κρυμμένο σου λάπ τοπ στήν τσάντα; Χαμογέλαγες, κρατώντας μου τό μπράτσο, στήν είσοδο του μετρό. Όχι τυχαία. Ευθεία πάνω μου τραβηξες εξ αρχής. Μου ζήτησες βοήθεια σάν νά ζητούσες ραντεβού απο τόν εαυτό σου. Αρσενικές πουτανιές! Καμώθηκα πώς δεν κατάλαβα ποιός ήσουν. Όπως και τις άλλες φορές . Όπως και στο Κρούμλοφ ή στην Τύνσκι. Δεν έβγαλα μιλιά μήπως με προδώσει η γλώσσα. Μονάχα χαμογέλασα κι έγυρα τά μάτια. Να μην με δείς πώς σ’ήξερα πού κλέφτης χειρογράφων ήσουν. Γιατί κι απ’ την γλώσσα ακόμα, το βλέμμα είναι που μας προδίδει καλύτερα. Αλλά κάτι τέτοια οι ψυχαναλυτές της δύσης ούτε που να τ’ακούν. Κι επιμένουν. Πώς καθρέφτης είναι ο τοίχος. Η, ο τοίχος καθρέφτης. Η κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

*

Στ’ αλήθεια, θέλετε νά σας γράψω εγώ το επεισόδιο ή απλώς θά παίξω ; Μά τί σάς ήρθε και κατεβήκατε ως εδώ με αυτόν τόν επίδεσμο ; Θά χαμογελάτε όλη μέρα; Πολύ καλά λοιπον, γράφω γιά σας αυτο τό κείμενο: «εκείνο το πρωϊ τυλίχτηκε έναν ψεύτικο επίδεσμο και βγήκε να κλέψει χειρόγραφα στό μετρό... -Δεσποινίς, σάς παρακαλώ, είπε, μπορείτε νά γράψετε εσείς γιά μένα αυτό το κείμενο;..»

*

(Ο mr Idiom Matej Kren)

Σε όσους δεν παροικούν η οικούν την Ιερουσαλήμ , δεν είναι πολύ γνωστό πόσα πολλά καταφέρνει αυτός ο απίθανος τσέχος. Απο γλυπτική μέχρι μουσική, απο ζωγραφική μέχρι γραφιστική, απο κινηματογράφο μέχρι τέχνη του δρόμου.Το πιό σημαντικό όμως σ’ αυτά που κάνει, είναι ο τρόπος που κοιτάζει κι ο τρόπος που εκφράζει τήν συγχρονία! Ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, πραγματικότητα και φαντασία, μνήμη και λήθη, εσώτερο και εξώτερο, μέρος και όλο.

Αυτό στη φωτογραφία είναι τό Idiom , ένας πύργος, ή πολυπρισματικό πηγάδι , απο βιβλία και καθρέφτες που εγκατέστησε το 1998 στο χώλ τής εισόδου του δημαρχείου τής Πράγας και μιά ματιά μέσα του κυριολεκτικά σε μαγεύει.

Σ’ ένα τέτοιο πηγάδι γιά να ταξιδέψεις στον ατέρμονο χρόνο της σκέψης και τής τέχνης δεν χρειάζεται να ρίξεις κουβά η κέρμα . Αρκεί ένα βλέμμα μόνο. Ψηλά. Η χαμηλά. Η χαμηλά. Η ψηλά. Η χαμηλά. Η ψηλά. Η χαμηλά. Η ψηλά. Η χαμηλά. Η ψηλά. Η....

6/19/2007

Μελαγχολώντας στο αεροδρόμιο της Πράγας (1)

Ο Αντριάν μεταφέρει τα σώματα και τις αποσκευές μας στο αεροδρόμιο της επιστροφής. Πιάνω κουβέντα. Δουλεύει διπλοβάρδιες γιά ψίχουλα κι είναι ευχαριστημένος. Είναι εικοσάρης και δεν θυμάται τόν κομμουνισμό. Σκέφτεται ότι ίσως καταφέρει νά έρθει στήν Ελλάδα τον Ιούλιο : «γιού χάβ μπίτσις γουϊ χάβ μπίλντιντς» λέει ... στην οθόνη του μυαλού μου βλέπω τις λέξεις γραμμένες στά λατινικά με πολλούς τρόπους , πολλές συγκοπές και πολλά χρώματα... Χαμογελάω ... «γουϊ χάβ» λέω. Εντυπωσιάζεται ακούγοντας πώς οι έλληνες δεν κοιμούνται απο τίς 11 τό βράδυ. Γελάει. Ονειρεύεται τίς μέρες που θα περάσει άϋπνος στην Ελλάδα....


Στο αεροδρόμιο ή ώρα είναι προχωρημένη, δηλαδή περασμένες 11.
Είναι η ώρα που οι Τσέχοι θά έπρεπε να κοιμούνται. Ολα τά καταστηματα είναι κλειστα ή κλείνουν τήν στιγμή εκείνη. Στην πύλη αναχώρησης πρίν κατεβάσουν ρολά, ζητάω ένα ποτήρι νερό από έναν άνθρωπο που στέκεται πίσω απο τήν βρύση του μπάρ. Γουϊ αρ κλόζντ μου απαντά . Το βλέπω, λέω, αλλά ξέρετε διψάω και θά ήθελα ένα ποτήρι νερό ...

Γουϊ αρ κλόζντ επαναλαμβάνει. Επιμένω. Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι δεν θέλω να αγοράσω νερό αλλά νά πιώ γιατί απλά διψάω, διψάω πολύ...

Τελικά γεμίζει απρόθυμα ένα χάρτινο ποτήρι νερό και μου δίνει. Τον ευχαριστώ, σκέφτομαι αυτό που λέμε στην Ελλάδα: «έναν άνθρωπο να σου δώσει ένα ποτήρι νερό», τους δημόσιους ψύκτες για το ξεδίψασμα, τήν τάση τών τελευταίων ετών νά χρεώνουμε και τον ήλιο ακόμα, θυμάμαι την σκηνή απο το «Βαβέλ» που ό Πήτ βγάζει δολλάρια για να πληρώσει την ανθρωπιά του ΄Αραβα κι ανατριχιάζω στην σκέψη πώς ίσως είναι πολύ κοντά η ώρα που, και σ αυτή την χώρα, θα φτάσουμε να μην δίνουμε ούτε «του αγγέλου μας νερό». Ανατριχιάζω. Ισως γιατί νιώθω πώς όταν κι αυτό θά συντελεστεί θά έχουμε πεθάνει σάν χώρα....
Οι φίλοι με κατηγορούν για απροσαρμοστικότητα..... Με αδειάζω στο κάθισμα . Κλείνω για λίγο τα μάτια και σκέφτομαι τίς μερες που προηγήθηκαν. Επιστρέφω απο την Τσεχία μέ τις ψυχικές μου αποσκευές γεμάτες ! Έντονες συγκινήσεις και πολύ χαρά. Καθώς ξαναφέρνω στόν νου τ...ένα χέρι με σκουντά και μιά φωνή ... «Ώρα γιά επιβίβαση» μου λέει...."Αύριο τότε θά γράψω , αύριο..." μου λέω....


6/09/2007

Εσένα, δηλαδή, τι σου δείχνει το δάχτυλο;

Η αισθητική μου παιδεία είναι ακαδημαϊκά πάμπτωχη το παραδέχομαι. Σχετικά με τα διάφορα καλλιτεχνικά κινήματα, ξέρω στην καλύτερη περίπτωση τά στοιχειώδη κι αυτά τά ξεχνάω η τά μπερδεύω συνήθως.

Οτι τυχόν γνωρίζω, το έχω μάθει κυρίως κοιτάζοντας ή ακούγοντας, παρά διαβάζοντας κάτι παραπάνω απο τά σχολικά.....Όπως περίπου μαθαίνω και μιά ξενη γλώσσα, δηλάδη μιλώντας την.

Έτσι βλέποντας λοιπόν, κατέληξα σταδιακά πώς μέρος ενός σύγχρονου εικαστικού έργου (και κυρίως βίντεο-άρτ) είναι συχνα κι ο τρόπος που εκτίθεται στο χώρο (το στησιμό του δηλ.) και καμμιά φορά κι ό ίδιος ό χώρος μαζί.

Έχοντας συνεπώς δει το έργο της E.Στεφανή μόνο μέσω διαδικτύου, ήξερα ήδη ότι είχα δεί το έργο σάν τυφλοπόντικας. Μισά και σχεδόν τυφλά.
Παρόλ’ αυτά, κάνω μιά προσπάθεια να δώ τι θέλει να πεί το ποιητή. Γιατί κάτι θέλει να πεί, ασχέτως αν το λέει με επάρκεια, απλότητα, η επιτυχία κι ασχέτως άν το καλό η κακό γούστο και η παιδεία μου θα το απαξιώσει η όχι. Οι εκδοχές, μάλιστα, που διάβασα σε διάφορα μπλόγκ περι δήθεν υποκίνησης του θορύβου, η περι επιχορηγήσεων και καλλιτεχνικών συμβιβασμών ουδόλως με απογοήτευσαν η με παρέκλειναν απο τον στόχο μου να «θέλω να καταλάβω μητέρα»!

Κι επειδή δυό σε ξένο στρατόπεδο καλύτερα τά καταφέρνουν, πού έλεγε κι ένας τυφλός μου παππούς, πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου τον Δ.:

«Ρε σύ Δ. δεν έρχεσαι να δούμε μισά (δηλ. μπλά-μπλά απο το διακδίκτυο) και τυφλά (δηλ. μπλά-μπλά για τους πιό πάνω λόγους), κοινώς μισότυφλα, το έργο της γνωστής ντοκουμενταρίστριας και εν συνεχεία να γίνουμε τύφλα που έχω και ρακόμελα;»

Σιγά μη δεν ερχόταν ο Δ......

Ήρθε λοιπον, είδαμε ματάδαμε τό βίντεο, ευφρανθήκαμε μέ οίνον , έλαιον και άλλα εθνικά καλούδια (μεταλλαγμένες ντομάτες, τρελλά φιλέτα κ.λ.π.) κοιταχτήκαμε κάμποσο σιωπηλοί και τελικά συμφωνήσαμε: Αυτό που βλέπαμε κι οι δύο ήταν μιά μαλακία και μισή!

Μετά θυμηθήκαμε μερικές ωραίες ιστορίες απο την εποχή που είμαστε και οι δύο στην ΚΝΕ κι εκεί που είχα επαναπαυθεί με την μαλακία ερμηνεία μας , θυμήθηκα πώς οι κατα καιρούς καλλιτεχνικές εκλάμψεις ήταν αιτία διαγραφής και με ξανάπιασε το βάσανο: «Ρε συ Δ...», ξεφώνησα αίφνης, «....γιατι δηλαδή δεν έχει τίτλο τό έργο; Εσυ, άς πούμε, τί τιτλο θά του έδινες ;»

«Χα.... το έργο είναι αλληλοδραστικό χαζό...Χο.. χικ.. κάτσε πρώτα νά ολοκληρωθεί η εθνική μας μ...γκουχ.. γκλουπ...χικ».
Δ
εν πρόλαβε νά ολοκληρώσει τήν φράση του ο Δ., και τον άρπαξε ένας μεταφυσικός καταραμένος λόξυγκας, ανάμεσα σε γέλια και βήχα, έτσι που δεν κατάλαβα άν ήθελε να πει μοναξιά, μαλακία η δεν ξέρω τι άλλο ...εκείνο που ήξερα σίγουρα ήταν ότι ο Δ. ήταν όχι μισό- αλλά τελείως τύφλα απο τά ρακόμελα .
Αλλά κι εγώ, με τη σειρά μου, δεν πήγαινα πίσω. "Ασε μας βρε Δ....χικ..."., αντιγύρισα, "το έργο έχει τίτλο η σελήνη το δάχτυλο και...."

Το φώς της σελήνης, που έμπαινε απο τήν ανοιχτή μπαλκονόπορτα, ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόμαστε κι οι δύο. Η αυγή μας βρήκε παρέα στο πάτωμα αγκαλιά και... χωρίς ετυμηγορία....

6/04/2007

Καταγγέλω άρα;

Όμως πώς υπάρχω;




Ζωή ιδρυματική, ζωή αυτόφωρη .

(αναλυτικά)

5/26/2007

Η Идиотεία ενός άλλου νού


Τελικά διαφεύγοντας, μιά δεξιά μιά αριστερά στο προσωπικό μου εκκρεμές ο χρόνος, δεν υποτάχτηκε, καθώς τα ‘θελα, στην επιθυμία μου να δώ τον, κατά Λειβαθινό, θεατρικό «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Στο μεταξύ, ξαναδιάβασα στην μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου τό βιβλίο.

Η ανάγνωση, σχεδόν καινούργια πιά -σε νέα ηλικία, μου πήρε κάτι περισσότερο από είκοσι μέρες. Δηλαδή, κάτι παραπάνω απ’ όσες χρειάστηκε ο συγγραφέας του, το 1868, για να κολλήσει την παύλα δίπλα στην τελευταία τελεία του έργου!

Φτάνοντας με αλλεπάληλες εκπλήξεις και συγκινήσεις στο έσχατο σημείο στίξης.... «κόκκινα», αναφώνησα! Δεν μπορεί..., αυτό τό βιβλίο πρέπει να γράφτηκε μέ τα μάτια ....κόκκινα! Κόκκινα απο αϋπνία, κόκκινα απο πνευματικό πυρετό, κόκκινα απο την αγωνία της ένδειας. Κόκκινα απ το βάθος πεδίου που, ολοφάνερα ο Ντοστογιέφσκι, διέκρινε πώς χάραζε η ιστορική ρότα της εποχής του, κόκκινα τέλος απ’ το, απολύτως χαρτοπαιχτικό, πάθος του ν’ αδειάσει, ακόμη μια φορά, στην συγγραφική τσόχα τά ρέστα του ......

-Όποιο και νά ταν το υποθετικό χρώμα τών ματιών του συγγραφέα, τό σίγουρο είναι πως έβλεπαν τρένα, μου ψυθύρισε μιάν άλλη φωνή, η μήπως ...-ναί;

Λάβε υπόψιν σου, συνέχισε προτάσσοντάς μου ταυτόχρονα ένα λικεράκι κανελογαρύφαλο με τριμμένο πάγο, πώς μιλάμε για την εποχή που διευρύνεται το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο. Οι σιδερένιες ράγες του, προεκτείνονται με φρενήρεις ρυθμούς και για πρώτη φορά φέρνουν τόσο άμεσα, τόσο γρήγορα και τόσο κοντά τά, εντός κι εκτός τους μετασχηματιζόμενα, ευρωπαϊκά κράτη στη μορφή που τά ξέρουμε, -έστω που τα ξέραμε-, σήμερα....

Σου θυμίζει κάτι αυτό;

«το θέμα μας είναι άν εξασθένησαν πράγματι οι πηγές της ζωής με την ισχυροποίηση...

-Των σιδηροδρόμων;-φώναξε ο Κόλλια .

-Όχι των σιδηροδρομικών μέσων συγκοινωνίας, νεαρέ και προπέτη έφηβε, μα εκείνων των ιδεολογικών τάσεων στις οποίες οι σιδηροδρομικές γραμμές μπορούν να χρησιμεύσουν..»

Η μήπως σου θυμίζει αυτό:

«...η ανθρωπότητα παραέγινε θορυβώδης και βιομηχανική, ελάχιστη είναι η «ψυχική ηρεμία», παραπονιέται ενας διανοούμενος αναχωρήτής. Άς είναι, ο θόρυβος όμως τών κάρων που κουβαλάνε ψωμί στην πεινασμένη ανθρωπότητα, μπορεί να είναι προτιμότερος απο την ψυχική ηρεμία του απαντάει θριαμβευτικα ο άλλος στοχαστής που ταξιδεύει εδώ κι εκεί και φεύγει απο κοντά του κορδωμένος»

Ντούκου είχε περάσει τότε λέει η κριτική το βιβλίο.... Αμήχανη; Ο συγγραφέας, μιά φορά, ισορρόπησε το οικονομικό χρεωστικό του υπόλοιπο....

Υπόλοιπα.... Τελικά η λογοτεχνία είναι μάλλον αδιάφορη στις στενάχωροχρονικές προσδοκίες και τα χαρτοπαίγνια αναγνωστών και συγγραφέων της. Το πραγματικό, μακροπρόθεσμα, κέρδος των μερών, άν προκύψει, φαίνεται πώς είναι άλλης ποιότητας και βρίσκεται σχεδόν πάντα αλλού του αναμενόμενου .

Πέταξα διακριτικά, μ’ένα κουταλάκι του γλυκού, τόν τριμένο πάγο και κατέβασα μονορούφι το, ευτυχώς ακόμα φυσικής θερμοκρασίας, ηδύποτο.
Όχι, δήλωσα σκέτα κι ελαφρώς παγωμένα, δεν μου θυμίζει κάτι. Είναι σαν ...να γίνεται σχεδόν.... σήμερα.... Απο την ανάποδη κάπως.

Δεν τα καταφέρνω με το αλκοόλ είν αλήθεια. Με άδειο στομάχι μου μετατρέπει το μυαλό σε οθόνη. Είχα ζεσταθεί σαν παλιά μηχανή προβολής. Στον απέναντι τοίχο τρέχανε σκηνές. Χωματερές παλιών ηλεκτρονικών υπολογιστών διογκώνονταν, συρματοφόρα ηλεκτρικά και τηλεφωνικά δίκτυα απλώνονταν στον πλανήτη, στεριές χάνονταν στά νερά και νερά υποχωρούσαν σε στεριές. Υπολογιστικά δικτυα τελευταίας γενιάς, μηχανές προβολής, το νέο μου καπέλο , ό Μίσκιν κάπου στο βάθος να χτυπά τσέκ ιν στο τελευταίο δρομολογιο του εναέριου τραίνου -στους χώρους αναμονής του σταθμού η Φιλίποβνα να διαφήμιζει καλλυντικά ματιών..., εϊιι εσύ, πώς είπαμε πώς είπες το νικ νέϊμ σου....;

Αργά. Το εξωτερικό μου βλέμμα βασιλεύει . Η φωνή του Λεμπέντεβ απλώνεται σαν ηχητικό χαλί απο βραχνό κοντραμπάσο:

«Εγώ ο τιποτένιος Λεμπέντεβ δεν πιστεύω στά κάρα που κουβαλάνε ψωμί στην ανθρωπότητα! Γιατί τά κάρα που κουβαλάνε ψωμί στην ανθρωπότητα , μην έχοντας ηθικές βάσεις , μπορούν ψυχραιμότατα να αποκλείσουν απ’ την απόλαυση του ψωμιού ένα σημαντικό μέρος της ανθρωπότητας..... πράγμα που ήδη συνέβη........

Ενας φίλος της ανθρωπότητας με ασταθείς ηθικές βάσεις είναι ένας ανθρωποφάγος της ανθρωπότητας για να μην αναφέρω την ματαιοδοξία του. Τολμήστε να προσβάλλετε τον εγωϊσμό κανενός απο αυτούς τους αμέτρητους φίλους τής ανθρωπότητας . είναι αμέσως έτοιμος να βάλει φωτιά στον κόσμο κι απο της τέσσερεις μεριές απο ταπεινή εκδίκηση , εδώ που τα λέμε, τό ίδιο ακριβώς όπως κι ο καθένας απο μάς, γιά να λέμε και του στραβού τό δίκιο, όπως κι εγώ ......μα και πάλι δεν είναι αυτό το θέμα μας»

Τελικά δεν κατάφερα νά δω την θεατρική μεταφορά του Idiot στο Εθνικό. Τού χρόνου ίσως, ποιός ξέρει, αν και στ'αλήθεια ...δεν είναι αυτό το θέμα μου.