5/26/2007

Η Идиотεία ενός άλλου νού


Τελικά διαφεύγοντας, μιά δεξιά μιά αριστερά στο προσωπικό μου εκκρεμές ο χρόνος, δεν υποτάχτηκε, καθώς τα ‘θελα, στην επιθυμία μου να δώ τον, κατά Λειβαθινό, θεατρικό «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Στο μεταξύ, ξαναδιάβασα στην μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου τό βιβλίο.

Η ανάγνωση, σχεδόν καινούργια πιά -σε νέα ηλικία, μου πήρε κάτι περισσότερο από είκοσι μέρες. Δηλαδή, κάτι παραπάνω απ’ όσες χρειάστηκε ο συγγραφέας του, το 1868, για να κολλήσει την παύλα δίπλα στην τελευταία τελεία του έργου!

Φτάνοντας με αλλεπάληλες εκπλήξεις και συγκινήσεις στο έσχατο σημείο στίξης.... «κόκκινα», αναφώνησα! Δεν μπορεί..., αυτό τό βιβλίο πρέπει να γράφτηκε μέ τα μάτια ....κόκκινα! Κόκκινα απο αϋπνία, κόκκινα απο πνευματικό πυρετό, κόκκινα απο την αγωνία της ένδειας. Κόκκινα απ το βάθος πεδίου που, ολοφάνερα ο Ντοστογιέφσκι, διέκρινε πώς χάραζε η ιστορική ρότα της εποχής του, κόκκινα τέλος απ’ το, απολύτως χαρτοπαιχτικό, πάθος του ν’ αδειάσει, ακόμη μια φορά, στην συγγραφική τσόχα τά ρέστα του ......

-Όποιο και νά ταν το υποθετικό χρώμα τών ματιών του συγγραφέα, τό σίγουρο είναι πως έβλεπαν τρένα, μου ψυθύρισε μιάν άλλη φωνή, η μήπως ...-ναί;

Λάβε υπόψιν σου, συνέχισε προτάσσοντάς μου ταυτόχρονα ένα λικεράκι κανελογαρύφαλο με τριμμένο πάγο, πώς μιλάμε για την εποχή που διευρύνεται το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο. Οι σιδερένιες ράγες του, προεκτείνονται με φρενήρεις ρυθμούς και για πρώτη φορά φέρνουν τόσο άμεσα, τόσο γρήγορα και τόσο κοντά τά, εντός κι εκτός τους μετασχηματιζόμενα, ευρωπαϊκά κράτη στη μορφή που τά ξέρουμε, -έστω που τα ξέραμε-, σήμερα....

Σου θυμίζει κάτι αυτό;

«το θέμα μας είναι άν εξασθένησαν πράγματι οι πηγές της ζωής με την ισχυροποίηση...

-Των σιδηροδρόμων;-φώναξε ο Κόλλια .

-Όχι των σιδηροδρομικών μέσων συγκοινωνίας, νεαρέ και προπέτη έφηβε, μα εκείνων των ιδεολογικών τάσεων στις οποίες οι σιδηροδρομικές γραμμές μπορούν να χρησιμεύσουν..»

Η μήπως σου θυμίζει αυτό:

«...η ανθρωπότητα παραέγινε θορυβώδης και βιομηχανική, ελάχιστη είναι η «ψυχική ηρεμία», παραπονιέται ενας διανοούμενος αναχωρήτής. Άς είναι, ο θόρυβος όμως τών κάρων που κουβαλάνε ψωμί στην πεινασμένη ανθρωπότητα, μπορεί να είναι προτιμότερος απο την ψυχική ηρεμία του απαντάει θριαμβευτικα ο άλλος στοχαστής που ταξιδεύει εδώ κι εκεί και φεύγει απο κοντά του κορδωμένος»

Ντούκου είχε περάσει τότε λέει η κριτική το βιβλίο.... Αμήχανη; Ο συγγραφέας, μιά φορά, ισορρόπησε το οικονομικό χρεωστικό του υπόλοιπο....

Υπόλοιπα.... Τελικά η λογοτεχνία είναι μάλλον αδιάφορη στις στενάχωροχρονικές προσδοκίες και τα χαρτοπαίγνια αναγνωστών και συγγραφέων της. Το πραγματικό, μακροπρόθεσμα, κέρδος των μερών, άν προκύψει, φαίνεται πώς είναι άλλης ποιότητας και βρίσκεται σχεδόν πάντα αλλού του αναμενόμενου .

Πέταξα διακριτικά, μ’ένα κουταλάκι του γλυκού, τόν τριμένο πάγο και κατέβασα μονορούφι το, ευτυχώς ακόμα φυσικής θερμοκρασίας, ηδύποτο.
Όχι, δήλωσα σκέτα κι ελαφρώς παγωμένα, δεν μου θυμίζει κάτι. Είναι σαν ...να γίνεται σχεδόν.... σήμερα.... Απο την ανάποδη κάπως.

Δεν τα καταφέρνω με το αλκοόλ είν αλήθεια. Με άδειο στομάχι μου μετατρέπει το μυαλό σε οθόνη. Είχα ζεσταθεί σαν παλιά μηχανή προβολής. Στον απέναντι τοίχο τρέχανε σκηνές. Χωματερές παλιών ηλεκτρονικών υπολογιστών διογκώνονταν, συρματοφόρα ηλεκτρικά και τηλεφωνικά δίκτυα απλώνονταν στον πλανήτη, στεριές χάνονταν στά νερά και νερά υποχωρούσαν σε στεριές. Υπολογιστικά δικτυα τελευταίας γενιάς, μηχανές προβολής, το νέο μου καπέλο , ό Μίσκιν κάπου στο βάθος να χτυπά τσέκ ιν στο τελευταίο δρομολογιο του εναέριου τραίνου -στους χώρους αναμονής του σταθμού η Φιλίποβνα να διαφήμιζει καλλυντικά ματιών..., εϊιι εσύ, πώς είπαμε πώς είπες το νικ νέϊμ σου....;

Αργά. Το εξωτερικό μου βλέμμα βασιλεύει . Η φωνή του Λεμπέντεβ απλώνεται σαν ηχητικό χαλί απο βραχνό κοντραμπάσο:

«Εγώ ο τιποτένιος Λεμπέντεβ δεν πιστεύω στά κάρα που κουβαλάνε ψωμί στην ανθρωπότητα! Γιατί τά κάρα που κουβαλάνε ψωμί στην ανθρωπότητα , μην έχοντας ηθικές βάσεις , μπορούν ψυχραιμότατα να αποκλείσουν απ’ την απόλαυση του ψωμιού ένα σημαντικό μέρος της ανθρωπότητας..... πράγμα που ήδη συνέβη........

Ενας φίλος της ανθρωπότητας με ασταθείς ηθικές βάσεις είναι ένας ανθρωποφάγος της ανθρωπότητας για να μην αναφέρω την ματαιοδοξία του. Τολμήστε να προσβάλλετε τον εγωϊσμό κανενός απο αυτούς τους αμέτρητους φίλους τής ανθρωπότητας . είναι αμέσως έτοιμος να βάλει φωτιά στον κόσμο κι απο της τέσσερεις μεριές απο ταπεινή εκδίκηση , εδώ που τα λέμε, τό ίδιο ακριβώς όπως κι ο καθένας απο μάς, γιά να λέμε και του στραβού τό δίκιο, όπως κι εγώ ......μα και πάλι δεν είναι αυτό το θέμα μας»

Τελικά δεν κατάφερα νά δω την θεατρική μεταφορά του Idiot στο Εθνικό. Τού χρόνου ίσως, ποιός ξέρει, αν και στ'αλήθεια ...δεν είναι αυτό το θέμα μου.


5/13/2007



Τοπογραφία της Ελλαδογραφίας κι ο Νίκος Γκάτσος

Πάνε μέρες που.., δε μπορεί σε κάποιο ραδιόφωνο θα το ξανάκουσα , είχε κολλήσει στο μυαλό μου εκείνος ο στίχος του Σαββόπουλου «στο χειρότερο του ελληνισμού κομμάτι στην Ελλάδα ζεις» .

Παρά το, σε αρκετά σημεία, προφητικό του τραγουδιού (π.χ «μ’ αγγλικές αλφαβήτες » ..η « την ξένη στην οθόνη σκυμμένοι θεϊκά δεμένοι με την οικουμένη» ) εκείνο το η Ελλάδα-τόπος, ως το χειρότερο του ελληνισμού κομμάτι, μ’ έκανε πάντα να σκαλώνω όχι φυσικά στο αναπόδεικτο, αλλά οπωσδήποτε στο αναπόδεκτο.

Ε ναι, βέβαια , ο Νιόνιος μιλούσε για την Ελλάδα-κράτος. Και πολεοδομία ασφαλώς, και γι’ αυτήν την πνευματική ραχίτιδα του γραικυλισμού, αλλ’ αυτό δεν μ’ ησύχαζε καθόλου.

Πώς να μου βρω μιαν απάντηση στο ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί πράγματι να υπάρξει έξω από τη γεωγραφία της; (π.χ. στους πανέλληνες) η ακόμα-ακόμα κι έξω από τη γλώσσα της, έφτανα να σκέφτομαι.

Πώς να μου βρω μιαν απάντηση αν αυτό το ....ποιοτικά πανταχόθεν ελεύθερο και παντοιοτρόπως οικουμενικό που αναγνωρίζεται ως ελληνικό είναι, η μη, όχι απλώς γέννημα αλλά και τροφοδέκτης της υλικής γεωγραφίας του ;

Πώς να μου βρω, τέλος, μιαν απάντηση στο πως στο καλό συνδέονται -και σε ποιο βαθμό συνεξάρτησης, η ποιητική-δημιουργική ελλαδογραφία με την υλιστική της τοπογραφία ;

Όμως στο πώς έβρισκα μόνο μη πως.

Όπως αναδύονταν, έτσι και παρέμεναν χάσκοντα τα ερωτήματα, αν και κατά καιρούς, στην ζωντανή συζήτηση με τον εαυτό μου, εμπλουτίζονταν από τις ψηφίδες των ιδεών που έρχονταν να προστεθούν πότε με αναγνώσεις, πότε με συνομιλίες, πότε με γεγονότα.

Χθες ωστόσο σ’ αυτά τα ερωτήματα, που ακριβώς επειδή μοιάζουν να τίθενται σε δυϊστική βάση δεν πολυαναπνέουν, μου φάνηκε πως φύσηξε ένα κάποιο αεράκι έτσι καθώς σκάλιζα κάποια παλιά βιβλία τού, και σχετικά με τον, Νίκο Γκάτσο με αφορμή που μας είχε αφήσει 15 χρόνους σαν χθες .

Ο Γκάτσος, έχοντας περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή αγγίξει την λαϊκή ψυχή ίσως μπορούσε να μου υποδείξει κάτι σχετικά με το ερώτημα που αναδυόταν στο βουητό του τραγουδιού που με ακολουθούσε .

Απο την αμέργω-Αμοργό του, λοιπόν, μέχρι τα "κατά Μάρκον", πρόσεξα πως η πνευματική διάσταση της ελληνικής ιθαγένειας τοπογραφείται «με το μελάνι και το σφυρί» με εξαιρετική λεπτομέρεια. Και τοπογραφείται κυριολεκτικά ως ολοζώντανη-συγκεκριμένη- αγροτική ενδοχώρα με όραση, γεύση, αφή, ακοή και όσφρηση, με την πανίδα και την χλωρίδα της, με τον ουρανό και την θάλασσά της, τον νυχτερινό της προπάντων ουρανό πάνω από την θάλασσά της Αύγουστο, με τις διαδρομές τών ανθρώπων μέσα και έξω από αυτήν, αλλά και πάνω σ’ αυτήν, με τις ανακυλιόμενες ιστορίες και τους θρύλους που διηγούνται τούτοι μεταξύ τους, στον εαυτό τους και τους άλλους διασχίζοντας το χρόνο .

Αυτά τά υπαίθρια ψυχικά τοπία, μου φάνηκε ξαφνικά πώς δεν θα μπορούσαν να παραχθούν, και ως εκ τούτου να ταξιδέψουν αναπαράγοντας νέους αλλά συγγενείς ψυχικούς τόπους και συναντώντας νέες γεωγραφίες, αν ακριβώς απουσίαζε απο την «γονιδιακή» σύστασή τους η υλική χωρική τους αντιστοιχία.

Και σκέφτηκα πώς αυτό το φως το χαρισάμενο, το φωτόδεντρο δηλαδή, που στο χειρότερο του ελληνισμού κομμάτι λειτουργεί «αντί για φως μου» ως «ο περίγελος του κόσμου» κατά τον Γκάτσο, μοιάζει να είναι ένα μέγεθος τόσο δεμένο με το χώμα του, τάφο του και τροφό του μαζί, που ίσως δεν είναι το "φως που όσο πάει και λιγοστεύει" αλλά το χώμα ! Το χώμα όμως που το μέτρο του ανατρέφει αυτό το δέντρο ως ποιητικό φως :

«Χώμα διψασμένο και γυμνό

Πάνω από τα μέτρα σου δε φτάνω

Κι έχω για πιλότο μου στερνό

Μόνο τον καιρό τον τσαρλατάνο»


Μ’ αυτές κι άλλες παρόμοιες σκέψεις, δεν οδηγήθηκα βέβαια σε κάποια απάντηση. Νομίζω όμως πως αυτό το αίνιγμα τής ελλαδογραφίας, θά παραμένει ανοιχτό ακριβώς ίσως γιατί η απάντηση του δεν μπορεί να είναι στατική αλλά μονάχα δυναμική. Σαν τα ποιήματα και σαν τα τραγούδια.