12/29/2007

les amands de la mar


Δεν ξέρω αν η Αμαλία Τσακνιά είχε κάπως-πώς δει τους εραστές του Magritte, διαβάζοντας όμως την "θλίψη" της χθες βράδυ, δεν μπόρεσα -κι ας διαφωνούσαν κάποια απ' τα νοήματά μου- παρά να φέρω στο μυαλό μου αυτήν εδώ τήν εικόνα :





ΘΛΙΨΗ

Ή θλίψη έχει το πρόσωπο σημαδεμένο
γι' αυτό κυκλοφορεί με δυσκολία
πάντα φοράει ένα σφιχτό μαντήλι
μακριά απ'τά φώτα,
τους μεγάλους δρόμους
γι' αυτό μόλις μπορέσει νά ξεφύγει
θά τρέξει σάν πουλί κυνηγημένο
σε κάποιο πάρκο σιωπηλό
μονάχη
κι εκεί θά βγάλει τό μαντήλι
θ'ανασάνει
ωραία μες στά ξέπλεκα μαλλιά της

ωραία με το πρόσωπο σημαδεμένο.


Αμαλία Τσακνιά, Αθήνα 1978 συλλογή Αφύλακτη διάβαση
Ποιήματα 1969-1984, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 2000.


Δεν ξέρω άν ειναι δείγμα υγείας, πάντως δεν εχω καμμιά διάθεση φέτος να κάνω
ευχες γενικών και αιωνίων αγαθών ούτε και διαρκείας . Έτσι οι ευχές μου εξικνούνται στο ¨καλή πρωτοχρονιά", " καλά χριστούγεννα" "καλό σαββατοκύριακο" και τέτοια... Ίσως γιατί απλά νοστάλγησα τη θάλασσα, και τις μουσικές που την θυμίζουν κι ένα πάρτυ χωρίς μαντήλια!


12/22/2007

Άϊρα και Κάϊρα

έτσι έλεγαν οι γιαγιάδες μου, «Άϊρα και Κάϊρα»!

Κι οι γιαγιάδες μου, δεν ήσαν όποιες κι όποιες.

Ήσαν η πρωτογενής μου οικογένεια! Πρόσωπα δεσπόζουσας θέσης στην καρδιά, από εκείνα που είτ’ ενδυναμώνουν είτε ξεστρατίζουν τη ζωή σου η και τά δυό μαζί. Αγαπώσες, παρούσες, μόνες κι αυτάρκεις.
Μεγάλη ιστορία οι γιαγιάδες μα άλλο είναι τό θέμα μου.
«Άϊρα και Κάϊρα» λοιπόν, αποκαλούσαν τους «παντού τόπους»! τους τόπους δηλ. απ’ όπου επιστρέφουν εκείνοι που γυρίζουν σάν σβούρες την σβούρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Τους τόπους που πάς όταν χάνεσαι. Όχι τους τόπους που επιστρέφεις, αλλά τους τόπους που χάνεσαι....
«Που ήσουν Όλυφ άϊρα και κάϊρα;»
(«και γιατί γύρισες ;» όπως θα πρόσθετε ό Τ.Λ. ανακρίνοντας τήν μνήμη γλυκά).

Κάπως έτσι, το Κάϊρο γράφτηκε σάν ο τόπος που οπωσδήποτε θα ήταν μακρινός κι άπροσδιόριστος ακόμη κι αν επρόκειτο για την διπλανή πόλη. Και τέτοιος, παραδόξως, γινόταν ακόμη περισσότερο όσο πιό πολλά μάθαινα γι’ αυτόν, όσο περισσότερα συγκέντρωνα σε λέξεις, γεύσεις, μυρωδιές, εικόνες, στίχους και κυρίως ήχους.

Ποτέ μου δεν σκέφτηκα τό Κάϊρο σαν τόπο επιστροφής, ούτε όμως σάν πέρασμα.

«Μια πόλη γίνεται ένας κόσμος όταν αγαπάει κανείς κάποιον απ τους κατοίκους της» , λέει ο Ντάρρελ.

Για κάποιο λόγο τό Κάϊρο ήταν για μένα ένας τόπος δέντρο που θα βρισκόταν σταθερά πάντα εκεί για να σου θυμίζει πως πιό κάτω είναι οι φοινικιές κι η Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια, πόλη που νοσταλγούσα απο παιδί χωρίς να έχω συναντήσει κανέναν της κάτοικο εκτός απο στίχους του βέβαια.

Και να τώρα, χάρη στο ξεφυλλισμα του αγαπημένου μου «Αλεξανδρινού Κουαρτέτου» του Ντάρρελ που τέτοια μέρα γιορτής μου δώρισε η Κ., του Νείλου τ’ αμμοχώραφα κι όχι μονάχα η Αλεξάνδρεια μοιάζουν περισσότερο με τόπο της επιστροφής φέροντας και τό Κάϊρο-δέντρο πιό κοντά. Διαβάζω ξανά:

«Πλατεία Ζαγλούλ-ασημικά περιστέρια στο κλουβί. Ένα θολωτό υπόγειο με μιά σειρά μαύρα βαρέλια, πνιγμένο στον καπνό απο τις τηγανιτές μαρίδες και την μυρωδιά του ρετσινάτου. Ένα μύνημα ορνιθοσκαλισμένο στο περιθώριο μιάς εφημερίδας. Εδώ έχυσα κρασί στο μαντώ της κ ενώ την βοηθούσα να επανορθώσει τη ζημιά άγγιξα τυχαία τά στήθια της. Δεν ανταλλάξαμε ούτε λέξη. Στο μεταξύ ο Περσγουόρντεν μιλούσε τόσο ωραία για τήν Αλεξάνδρεια και την πυρκαγιά τής βιβλιοθήκης της. Στο δωμάτιο από πάνω ένα κακομοίρικο παιδί στριγγλίζει απο μηνιγγίτιδα....»

Λώρενς Ντάρρελ , Αλεξανδρινό Κουαρτέτο , Ιουστίνη, μετφ Αιμίλιος Χουρμούζιος

Αργότερα βέβαια, μιά ξεχωριστή Πρωτοχρονιά άκουσα στην Αθήνα την Οm Kalsoum...


12/02/2007

To ραδιόφωνο του Μπρέχτ


Το σπίτι του Βertolt Brecht και της & Helene Weigel βρίσκεται σε μιά άχαρη συνοικία στό Σαρλότεμπουργκ, στο ακρόριο του παλιού ανατολικού Βερολινέζικου τομέα, δίπλα στo "γαλλικό", όπως λεγόταν τό '53 , νεκροταφείο.

Απο τον κήπο του παλιού δίπατου σπιτιού της Chausseestrasse, βλέπεις τά λουλούδια και τίς ταφόπλακες του κοιμητηρίου κι ανάμεσά τους εκείνες τών Hegel και Fichte .

Το σπίτι είναι όμορφο τήν άνοιξη, μα όλες οι εποχές το λούζουν στό φώς αιτία για το χρώμα τών στοιβαγμενων απο τοίχο σε τοίχο βιβλίων, που ανάμεσά τους μετράς ικανότατο όγκο αρχαιοελληνικής γραμματείας και άπω-ανατολικής ποίησης!

Εκτός απο τόν κινεζικό πάπυρο με τα χαϊ κού στο στενό υπνοδωμάτιο, δύο είναι τά αντικείμενα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου .
Τό ένα απο αυτά, το ραδιόφωνο του συγγραφέα .

Ο Μπρέχτ εμπιστευόταν την τεχνολογία και πίστευε πώς η χρήση της μπορεί όχι μόνο να υπηρετήσει την τέχνη, αλλά και να συμβάλλει διαμεσολαβητικά τόσο στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας όσο και τής ίδιας τής τέχνης δημιουργώντας ενεργητικούς ακροατές . Χαρακτηριστικά έγραφε το 1932:

"Το ραδιόφωνο θα μπορούσε να είναι το καλύτερο μεσο για την εγκαθίδρυση μιάς δημόσιας επικοινωνίας, ένα τεράστιο δίκτυο απο καλωδιώσεις .
Δηλαδή αυτο θα μπορούσε να συμβεί αν ξέραμε πώς να δεχτούμε εξίσου όπως μεταδίδουμε , πώς να αφήσουμε τόν ακροατή να μιλήσει εξίσου όπως ακροάζεται , πώς να επικοινωνησουμε μαζί του αντι να τον απομονώνουμε . Στην βαση αυτή το ραδιόφωνο δεν θά ήταν ο παροχέας μιά επιχείρησης αλλά ο οργανισμός τών παροχέων ακροατών του"

Der Rundfunk als Kommunikationsapparat" in Bjitter des Hessischen Landestheaters Darmstadt, No. 16, July 1932]


Πέρα όμως απο τίς κοινωνικές του πεποιθήσεις γιά τό ραδιόφωνο, τό ίδιο το ραδιόφωνο-αντικείμενο, το μικρό εκείνο παλιό κουτάκι με τά κουμπιά στο υπνοδωμάτιο, ό Brecth φαίνεται να το αγαπούσε πολύ. Τόσο πολύ:


Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ:

Μικρό μου κουτί,
που με κρατούσες συντροφιά
Στίς αποδράσεις μου
Κι εγώ σε φρόντιζα
Μην πάθεις τίποτα
Και σ' έπαιρνα μαζί μου
Απ'τό σπίτι στο καράβι
Κι απ' τό καράβι στο τραίνο
Ήσουν εκεί δίπλα στο κρεβάτι μου
Ακόμα και στις ώρες του πόνου
Απ'τό πρωί μέχρι τό βράδυ
Για να μπορούν οι εχθροί μου
Να μου μιλούν γιά τις νίκες τους
Να μου λένε πόσο νοιάζονται γιά μένα,
Θέλω να μού υποσχεθείς
Πώς δεν θά σωπάσεις ξαφνικά

Bertold Brecht
Mτφρσ. Μιχάλης Μήτρας
δημ. "η Λέξη", 132, τευχ. 1000, μάρτης-απρίλης '96


Δεν ξέρω πώς μου 'ρθε ξαφνικά να γράψω γιά τον Μπρέχτ και τό ραδιόφωνό του. Εγώ τα ποιήματα του Μανώλη Αναγνωστάκη σκεφτόμουν απόψε. Ας είναι.