9/23/2007

ΣΑΝ ΜΑΔΡΙΓΑΛΙ




Βάϊ Βάϊ βαρέθηκα!
διακόσια χρόνια ύστερα, μετά τον Weberούλη

τον ομιλούντα Βeni μας με ύφος πατερούλη.
Για την βαθιά συντήρηση που γύρω μας απλώνει
και σαν καινός μεσαίωνας πέφτει και μας πλακώνει,
πώς να μιλώ πως ν ακουστείς με τέτοιου είδους χούι ;
ακόμα κι η αγάπη μας κάνει πώς δεν ακούει .

Μα εγώ θα σου το πώ με vielle a roue
στην Παναγιά τη Σουραυλού
πώς το λουλούδι του γκρεμού
χώμα είναι και ρίζα του τρελλού.

9/15/2007

Εκλογική οδηγία



Για κάποιους, οι εκλογές είναι ακόμη η γιορτή τής κοινότητας που συμπυκνώνει τόν εαυτό της δηλώνοντάς τον. Για κάποιους άλλους, είναι η άσκηση ενός θεμελιακού ατομικού δικαιώματος. Για πολλούς πάλι, μιά άσκοπη παράτα δίχως νόημα και ουσία .

Παρόντες κι απόντες, ερημίτες η κοσμικοι, όλοι μετέχουν στόν χώρο και τό χρόνο μαζί ή σινάμα μεταξύ τους, όντας ταυτόχρονα κι αναπόφευκτα σχετιζόμενες πολλαπλότητες καθένας.



Συνήθως, κεντρικοί πρωταγωνιστές τών γκρεκάνικων τραγουδιων της Κ.Ιταλίας είναι η φωνή κι ενα μόνο κρουστό όργανο, που τόσο σε άλλες παραδόσεις όσο και ιδίως στίς μερες μας είναι απλώς συνοδευτικό: το ταμπουρέλο.
Αυτές οι μουσικές μονάδες όργανο και φωνή, αποκτούν τήν δυναμή τους, ως προερχόμενες απο κι απευθυνόμενες πρός την κοινότητα στά πλαισια μιάς κοινής συνάθροισης.
Στίς μερες μας, οι λόγοι τών συναθροίσεων έχουν αλλάξει κι οι παλιοί σκοποί δεν αγγίζουν με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο τους νέους αλλά και τους παλιούς.
Ένα όμορφο τραγούδι του ενός όμως, μπορεί πάντα να παιχτεί με πολλούς τρόπους κι απο πολλους μαζί χωρίς να χάνει την αρμονία του.
Αρκεί η μπαντα νά εχει κέφι ε;



9/07/2007

Οι μέρες του Σεπτέμβρη βουλιάζουν όλο και πιό βαθιά μέσα σε οθόνες. Με τυλίγει ένας παράφωνος αντίλαλος ...




FATIGUE
Έλα μικρό μου, σήμερα.
Την κούρασή σου απ’ το σβέρκο να κρατήσω.
Σε μιά μου μπούκλα ν' αποθέσεις, απαλά, μιας ηλικίας παιδικής
τον κάματο.
Εγώ που ν' αγαπώ δεν ξέρω, θα σε βαστάξω τόνους .
Σ’ αιωνιότητα μικρή. Σε στρογγυλή στιγμή δευτερολέπτων.
Μέλι στα καταφαγωμένα σωθικά, σύννεφου δέρμα στα γδαρμένα γόνατά σου.
Όπως καταύγαστο πρωϊνό στούς πολικους θά σου γελώ.
Ζυμάρι, στων χειλιών την κορυφογραμμή η αφή μου.
Κι όπως γλυκά θά σε φιλώ,
στου οισοφάγου το λαβύρινθο
θ’ αφήσω να κυλήσεις.
Αίμα να γίνεις και χυμός.
Μπιλίτσα μου!

9/01/2007


Γυρίζω σπίτι και βρίσκω στάχτες. Στάχτες παντού . Χωμένες ως τό κοίλο του λουτήρα. Σαν μάτια που ξεχνούν ν’ αγαπούν. Η στάχτη, είπε, είναι αυτό πού απομένει απ’ ότι άλλοτε έλαμπε ζωντανό και χυμώδες . Πώς ήρθαν; Πόσο μακριά ταξιδεύει ο άνεμος; Τι μπορεί νά κάνει κανείς την στάχτη; Τι να ξεπλύνει μ αυτή;

Δε πάω να πενθήσω με τά μαύρα . Εχω πιει τη θάλασσα. Ακόμα και στα νεκροταφεία φυτεύουν. Τί να κάνω πιά στίς πλατείες ; Μαυρίσαν οι φωνές . Σαν καρακάξες κρεμούν τ’ αχρηστεμένα τους φτερά έξω απ' τα δημόσια τσιμέντα. Σαν κουρούνες μαζεύουν γυαλιστερά πετραδάκια ξεγελώντας την πείνα.

Δε πάω να πενθήσω με τά μαύρα Εχω πιει τη θάλασσα . Εχω βουτήξει τα πόδια στο σταφύλι. Εχω μεθύσει στό κλάμμα. Δεν πάω να μαυροφορέσω στις πλατείες. Θα φορέσω τ’ άσπρα. Και θά μαζέψω τίς στάχτες. Προσεχτικά. Σ’ αγγείο γεωμετρικό. Και πλάι του μυρωδικά : δίκταμο, αλιφασκιά, βάλσαμο και θυμάρι, Και πανω του φωτογραφίες που χαμογελούν χωριά . Εικονοστάσι τέτοιο κι αφιερωμα στον «πρό αιώνων» τόπο.