2/29/2008
2/22/2008
2/18/2008

να ζαλίζεται και να παραπατά. Θέλει οπωσδήποτε, να αποβιβαστεί
απ' το επισφαλές τούτο όχημα΄ που όμως να πατήσει;
Ξερνά και βλαστημά τον Γαλιλαίο."
Αργύρης Χιόνης: "Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ" , ποιήματα 1966-2000 , Νεφέλη , Αθήνα 2006
Με τέτοιο χιόνι κάτι θυμήθηκα κι εγώ ....
στην έκδοση τηρείται πολυτονικό σύστημα. Λυπάμαι για την αδυναμία ακριβους αντιγραφης .
1/28/2008
"στην πραγματικοτητα καθε φορα που ανεβαινα τις λεξεις του τον τελευταίο μηνα, τον ένιωθα να κλωθογυρίζει το νημα σ ενα κουβάρι νοσταλγίας γιά ότι δεν θά επέστρεφε ποτέ ξανά..."
και ετσι, με τις τελευταίες, ήρθε στο νού μου αυτό το ποιήμα του Χ. Λάσκαρη
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ
Αυτό τό ποιήμα
ποτέ δε θα το ξαναγράψω.
Ποτέ δεν θά περάσω
απ'τά ίδια φιλιά.

τα επι μερους μέλη του γνωστά σ'οσους φουμάρουν παρόμοιους μουσικούς καπνούς
αν και για φέτος δεν έχουμε νεα τους ελπίζουμε σύντομα να τους συναντήσουμε κάπου
ακούστε αυτό:
http://www.tabakomusic.com/audio/ion%20%20mp3.mp3
κι αναζητείστε την σχετική σελίδα τους
όποιος μπορεί να βοηθήσει λέγοντάς μου με ποιό τρόπο φορτώνω ενα μουσικό αρχείο ωστε ν' ακουγεται με την εισοδο στο μπλόγκ η σε καποιο πόστ και θέλει, ας αφήσει ενα σχόλιο με οδηγίες
1/26/2008
1/23/2008
1/22/2008
«Εις την Γαλλίαν βεβαίως, που πια ένας Σαρκοζί την κυβερνά.
Ένας Σαρκοζί . Ένας γαμβρός!»
Γενικεύτηκε λοιπόν και στα μικρά-μικρά καφέ ακόμη, κι αμέσως άρχισαν οι φίλοι τις λεπτές τις συζητήσεις : Για την διανομή απαγορεύσεων κ ενδοτικοτήτων. Για τα μερίδια και τα μερίσματα των ομάδων: αν και που πρέπει -κι αν πρέπει κάπου-, να καπνίζουν οι καπνιστές. Για το αγαθό της δημόσιας υγείας κι αν επιτρέπεται η προστασία του να επιβάλλεται και πώς. Για την προστασία και τους τρόπους κατανομής της απολαβής των ατομικών δικαιωμάτων. Για τις αποχρώσεις της δημοκρατίας κι άλλα τέτοια που, σ’ έναν προδιατυπωμένο κόσμο -ως έτσι εκφραζόμενα- , φαντάζουν κουραφέξαλα και που συχνά τ’ ομολογώ μετέρχομαι κι εγώ ως γνήσιο η και νόθο τέκνο της Εσπερώπης ….
«Μα αληθινά σας λέω δεν σκέφτομαι την Δύση, μα αυτήν την άγρια φύση, πριν να την μετατρέψουν σ' άγρια Δύση»
Πάει βλέπεις και πολύς καιρός που ο καπνός μπήκε στα πακέτα κι απόλαυση δεν είναι. Που από ησυχαστική ηδονή και μυστική πνευματική επικοινωνία, έγινε ευτελής μαζική εξάρτηση κι αντί γι' απόλαυση ποταπή κραιπάλη.
Σκέφτομαι τους μεγάλους μας, που μας λείπουν τόσο, και τι θα ‘λεγαν ίσως για όλ’ αυτά τα χοντροκομμένα (μ’ ελάχιστες ασφαλώς και σίγουρα εύστοχες λέξεις).
Τέτοιους όρους, όρους απόλαυσης και ηδονής δεν τους γνωρίζει η αγορά. Αυτή ξέρει μόνο από χρήση και κατάχρηση.
Η αγορά μαζικοποιεί την απόλαυση και την ευτελίζει κατηγοριοποιώντας τρόπους και έθη κι επιβάλλοντας, -καν ήθη , καν συνήθειες-, μα φτηνές έξεις.
Η αγορά κατηγοριοποιεί τα πρόσωπα τα τσαλακώνει , τα λεκιάζει, τα στοιβάζει σε κατηγορίες αντιθέτων κουνώντας έπειτα μακιαβελικά την μπαγκέτα της για να διευθύνει την ατονική στριγκή της συμφωνία που δεν διακρίνει τις αποχρώσεις τις μουσικής που διαγιγνώσκει με βάσει το ισοζύγιο των δαπανών της και βαφτίζει αναλόγως την απολυταρχία της με ονόματα που μιλούν για δημοκρατία.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
η πίπα από γιούσουρι
όπου θωπευτικά κρατώ
στα δάχτυλα
ταυτόχρονα με την άφταστη του καπνίσματος
την ηδονή
μού φέρνει έντονα και της θάλασσας
τη γοητεία
με τα αρμυρίκια και τα φύκια
της
τους άπατους βυθούς της
τους βαθυγάλανους
και τους κρυφούς
την απίθανη λαμπρότητα
των ψαριών
και των φυτώνε της
όμως
απ τα σαρκώδη λούλουδα της θάλασσας
προτιμάω πολύ περισσότερο
τα άνθη της στεριάς
τ’ αέρινα
για τά λουλούδια του κάμπου και των περβολιών
παθαίνομαι
και τα γνωρίζω καλά
ως τ’αγαπώ:
η αγάπη είναι ό μόνος τρόπος κάτι να γνωρίσουμε
γνωρίζω
λοιπόν
κάτι λουλούδια κόκκινα
που δεν θυμάμαι πώς τα λένε
και φυσικά δεν μπορώ και νάν τά πώ
και κάτι άλλα λουλούδια
υπέροχα μυστηριώδη
και κρυφά
γνωρίζω
όπου αυτά τά ξερω
τα ξέρω μάλιστα καλά
αλλά και που δεν κάνει διόλου ναν τα πώ
1/08/2008
12/29/2007
Δεν ξέρω αν η Αμαλία Τσακνιά είχε κάπως-πώς δει τους εραστές του Magritte, διαβάζοντας όμως την "θλίψη" της χθες βράδυ, δεν μπόρεσα -κι ας διαφωνούσαν κάποια απ' τα νοήματά μου- παρά να φέρω στο μυαλό μου αυτήν εδώ τήν εικόνα :

Ή θλίψη έχει το πρόσωπο σημαδεμένο
ωραία με το πρόσωπο σημαδεμένο.
Αμαλία Τσακνιά, Αθήνα 1978 συλλογή Αφύλακτη διάβαση
Ποιήματα 1969-1984, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 2000.
12/22/2007
έτσι έλεγαν οι γιαγιάδες μου, «Άϊρα και Κάϊρα»!
Κι οι γιαγιάδες μου, δεν ήσαν όποιες κι όποιες.
Ήσαν η πρωτογενής μου οικογένεια! Πρόσωπα δεσπόζουσας θέσης στην καρδιά, από εκείνα που είτ’ ενδυναμώνουν είτε ξεστρατίζουν τη ζωή σου η και τά δυό μαζί. Αγαπώσες, παρούσες, μόνες κι αυτάρκεις.
Μεγάλη ιστορία οι γιαγιάδες μα άλλο είναι τό θέμα μου.
«Άϊρα και Κάϊρα» λοιπόν, αποκαλούσαν τους «παντού τόπους»! τους τόπους δηλ. απ’ όπου επιστρέφουν εκείνοι που γυρίζουν σάν σβούρες την σβούρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Τους τόπους που πάς όταν χάνεσαι. Όχι τους τόπους που επιστρέφεις, αλλά τους τόπους που χάνεσαι....
«Που ήσουν Όλυφ άϊρα και κάϊρα;»
(«και γιατί γύρισες ;» όπως θα πρόσθετε ό Τ.Λ. ανακρίνοντας τήν μνήμη γλυκά).
Κάπως έτσι, το Κάϊρο γράφτηκε σάν ο τόπος που οπωσδήποτε θα ήταν μακρινός κι άπροσδιόριστος ακόμη κι αν επρόκειτο για την διπλανή πόλη. Και τέτοιος, παραδόξως, γινόταν ακόμη περισσότερο όσο πιό πολλά μάθαινα γι’ αυτόν, όσο περισσότερα συγκέντρωνα σε λέξεις, γεύσεις, μυρωδιές, εικόνες, στίχους και κυρίως ήχους.
Ποτέ μου δεν σκέφτηκα τό Κάϊρο σαν τόπο επιστροφής, ούτε όμως σάν πέρασμα.
«Μια πόλη γίνεται ένας κόσμος όταν αγαπάει κανείς κάποιον απ τους κατοίκους της» , λέει ο Ντάρρελ.
Για κάποιο λόγο τό Κάϊρο ήταν για μένα ένας τόπος δέντρο που θα βρισκόταν σταθερά πάντα εκεί για να σου θυμίζει πως πιό κάτω είναι οι φοινικιές κι η Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια, πόλη που νοσταλγούσα απο παιδί χωρίς να έχω συναντήσει κανέναν της κάτοικο εκτός απο στίχους του βέβαια.
Και να τώρα, χάρη στο ξεφυλλισμα του αγαπημένου μου «Αλεξανδρινού Κουαρτέτου» του Ντάρρελ που τέτοια μέρα γιορτής μου δώρισε η Κ., του Νείλου τ’ αμμοχώραφα κι όχι μονάχα η Αλεξάνδρεια μοιάζουν περισσότερο με τόπο της επιστροφής φέροντας και τό Κάϊρο-δέντρο πιό κοντά. Διαβάζω ξανά:
«Πλατεία Ζαγλούλ-ασημικά περιστέρια στο κλουβί. Ένα θολωτό υπόγειο με μιά σειρά μαύρα βαρέλια, πνιγμένο στον καπνό απο τις τηγανιτές μαρίδες και την μυρωδιά του ρετσινάτου. Ένα μύνημα ορνιθοσκαλισμένο στο περιθώριο μιάς εφημερίδας. Εδώ έχυσα κρασί στο μαντώ της κ ενώ την βοηθούσα να επανορθώσει τη ζημιά άγγιξα τυχαία τά στήθια της. Δεν ανταλλάξαμε ούτε λέξη. Στο μεταξύ ο Περσγουόρντεν μιλούσε τόσο ωραία για τήν Αλεξάνδρεια και την πυρκαγιά τής βιβλιοθήκης της. Στο δωμάτιο από πάνω ένα κακομοίρικο παιδί στριγγλίζει απο μηνιγγίτιδα....»
Λώρενς Ντάρρελ , Αλεξανδρινό Κουαρτέτο , Ιουστίνη, μετφ Αιμίλιος Χουρμούζιος
12/02/2007
Το σπίτι είναι όμορφο τήν άνοιξη, μα όλες οι εποχές το λούζουν στό φώς αιτία για το χρώμα τών στοιβαγμενων απο τοίχο σε τοίχο βιβλίων, που ανάμεσά τους μετράς ικανότατο όγκο αρχαιοελληνικής γραμματείας και άπω-ανατολικής ποίησης!
Εκτός απο τόν κινεζικό πάπυρο με τα χαϊ κού στο στενό υπνοδωμάτιο, δύο είναι τά αντικείμενα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου .
Ο Μπρέχτ εμπιστευόταν την τεχνολογία και πίστευε πώς η χρήση της μπορεί όχι μόνο να υπηρετήσει την τέχνη, αλλά και να συμβάλλει διαμεσολαβητικά τόσο στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας όσο και τής ίδιας τής τέχνης δημιουργώντας ενεργητικούς ακροατές . Χαρακτηριστικά έγραφε το 1932:
"Το ραδιόφωνο θα μπορούσε να είναι το καλύτερο μεσο για την εγκαθίδρυση μιάς δημόσιας επικοινωνίας, ένα τεράστιο δίκτυο απο καλωδιώσεις .
Δηλαδή αυτο θα μπορούσε να συμβεί αν ξέραμε πώς να δεχτούμε εξίσου όπως μεταδίδουμε , πώς να αφήσουμε τόν ακροατή να μιλήσει εξίσου όπως ακροάζεται , πώς να επικοινωνησουμε μαζί του αντι να τον απομονώνουμε . Στην βαση αυτή το ραδιόφωνο δεν θά ήταν ο παροχέας μιά επιχείρησης αλλά ο οργανισμός τών παροχέων ακροατών του"
Der Rundfunk als Kommunikationsapparat" in Bjitter des Hessischen Landestheaters Darmstadt, No. 16, July 1932]
Πέρα όμως απο τίς κοινωνικές του πεποιθήσεις γιά τό ραδιόφωνο, τό ίδιο το ραδιόφωνο-αντικείμενο, το μικρό εκείνο παλιό κουτάκι με τά κουμπιά στο υπνοδωμάτιο, ό Brecth φαίνεται να το αγαπούσε πολύ. Τόσο πολύ:
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ:
Μικρό μου κουτί,
Bertold Brecht
11/27/2007
11/26/2007
"Ye gods, what havoc does ambition make among your works!"

Ο Edward Burtynsky η Jennifer Baichwl
και τα μηχανοποιημένα τοπία:
11/17/2007
Τι ψυχασθένεια! μουρμούρισε. Θα μας τρελάνει όλους αυτή η εναλλαγή, θ’ αρχίσουμε να λιποθυμάμε ομαδικά στους δρόμους σε λίγο με τις ομπρέλες και τα μάτια ανοιχτά.
Το μόνο που ξέρω είναι πώς δεν υπάρχει συμπαγής εικόνα, σκέφτηκε. Αλλάζουμε, αλλάζουμε διαρκώς. Διαφεύγουμε διαρκώς χορεύοντας μια μακριά μια κοντά απ’ τους εαυτούς μας και τους άλλους. Κι αυτό το σώμα ακόμα, η σάρκινη βεβαιότητα, μήτε κι αυτό μένει σταθερό. Πόσα εκατομμύρια κύτταρα πέθαναν μέσα μου σήμερα;
Ήταν σωστό που ο Κίμωνας έγραφε γράμματα λοιπόν! Δεν ήταν ότι προτιμούσε τις λέξεις, ήξερε μάλλον. Ε, ναι μάλλον ήξερε. Κάτι τέτοια πώς να τα πεις στο τηλέφωνο; τα μουρμουρίζεις κάτω απ τις μαρκίζες στον εαυτό σου, τα κάνεις γράμματα, πόστ, τραγούδια, κάτι, τίποτα.
Ουφ……πόσο ήθελε να τρέξει τελικά.……
Έτρεχε αργά στο δασάκι και κάτω απ τα πέλματά της έβγαζαν ήχους ασθενικούς λασπωμένα χώματα, βρεγμένα κουρελιάρικα φύλλα και μικρές πέτρες. Η ανάσα, δροσερή ακόμη, ανεβοκατέβαινε ρυθμικά από τη μύτη στο λάρυγγα , από κει στα τοιχώματα του στέρνου και πάλι πίσω μες απ' το μισάνοιχτο στόμα.
Πόσο χρονών αισθάνεσαι αλήθεια; είχε ρωτηθεί. Έτρεχε και δυσκολευόταν να γελάσει. Πόσο; Καθόλου! Μα δεν αισθανόταν πόσο. Δεν θυμόταν ποτέ να είχε νιώσει τον χρόνο ως πόσο. Ως πώς μονάχα τον ένιωθε τον χρόνο, ως πώς.
Μα και πώς να το εξηγήσει αυτό αλήθεια;
Οι ταυτότητες δεν είναι τελικά και τόσο άχρηστες. Σε βγάζουν από την δύσκολη θέση όταν χρειάζεται να προσδιορίσεις πράγματα. Αλλά δεν θυμόταν και να είχε ρωτηθεί συγκεκριμένα.
Είχε φτάσει στο τέλος του μονοπατιού. Η φόρμα είχε λασπωθεί ελαφρώς στα πλαϊνά κι ο ιδρώτας έτρεχε ζεστός στην ραχοκοκαλιά. Στάθηκε στο πεζούλι κι έσκυψε παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μετά από μερικά λεπτά ανασηκώθηκε. Έστρεψε το κεφάλι ψηλά κι έγειρε το κορμί προς τα πίσω. Το ρολόι έδειχνε σαράντα τρία λεπτά....
τέλος πάντων, μουρμούρισε, χαμογελώντας ψηλά στον κακοχρωματισμένο ουρανό, σορτς δε φοράω … λονγκς όνλυ είμαι ο εφιάλτης κάθε αγοριού κι από ουίσκι πίνω λαγκαβούλιν…
11/12/2007
Η Δευτέρα μου σαν εκκρεμές.
Το πολύ και το λίγο σαν η μέσα μου ταλάντωση. Η χαρά του κι η κούρασή του.
Το παρόν κι όλα όσα δεν θα κατορθώσουν να χωρέσουν μέσα του.
Οι δουλειές και τά βιβλία με το ανοιχτό στόμα τους να χάσκει.
Ξανά οι μπήτ έξω από την πόρτα μου αυτή τη φορά λόγω θανάτου . Και λοιπόν;
Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου η μισοσυνειδητή μου Δευτέρα θέλει να σφυρίζει
αδιάκοπα:
11/07/2007
Ελέκτρες, Αντιγκόνες, δε κακομαθημένα οφ Σοφόκλες
Γοητευτικές πολύ όσο και αλλοιωτικες ( η λέξη τονίζεται κατ' επιλογή).
Μιά Αντιγόνη με αέρα πρόζας "εκόλ ντε φάμ" γι’ αρχή, μια υστερική Ηλέκτρα για τέλος κι η ατάκα αναδύθηκε φυσικά: «το τελετουργικό της καλοκαιρινής κατάβασης στο θέατρο της Επιδαύρου δεν θα το επαναλάβω στο μελλον» .
Κι έτσι θα γίνει μάλλον, του λόγου τηρηθησομένου, αφού πια ολίγον βλέπω, ολίγον αισθάνομαι, ολίγον ευχαριστούμαι κι είμαι ακόμα στο νωρίς ώστε ανωφελές στ’ ολίγον ν΄αρκούμαι.
Τί έγινε; Κασάτο κοντοχειμωνιάτικα; Όχι ακριβώς.
Πρόσφατα, είδα την κατά Στράους Ηλέκτρα. Η όλη προσέγγιση της γερμανικής όπερας σκηνογραφικά και σκηνοθετικά μου θύμισε και στις μικρότερες ακόμα λεπτομέρειες την κατα Στάιν επιδαυρική: Τ’ αρβυλακια, τα κουρέλια, η υστερικη κορη του Φρουντ που αδυνατει να υπάρξει μπρός στη ντίβα μαμά, το γκρίζο μεταλικό παλάτι του ολοκληρωτισμου, η μποτα του Αίγισθου, ο τζενταϊ Ορεστης, τα λιμπρετα....., τό όλο πράγμα αρκετό να μ’ εξσφενδονίσει με «το καλησπέρα» στον Αύγουστο, συμπληρώνοντάς μου, ετεροχρονισμένα, τά λόγια τών λόγων που έχασκαν μέσα μου κενοί στο διάστημα απο την θεατρική παράσταση μεχρι την προσφατη οπερετική .
Στην γερμανίδα Εlectra τής κρατικής όπερας της Βιέννης έκλεισε το παζλ της εικόνας με τα γκρίζα σύννεφα που σχημάτιζε μέσα μου την σκέψη :
Πώς οι «πρωτοπορίες», όπως κουβαλάμε τά τελευταία χρόνια τίς βορειοευρωπαικές ματιές στην τραγωδία είτε αυτοτελώς, είτε ως συμπράξεις, συχνά δεν είναι καθόλου πρωτοπορίες. Αλλά στην πραγματικότητα απλώς και μόνο η ανάγνωση του «δικού σου» από τον «άλλον», μια ανάγνωση μέσα απ' το φίλτρο των «δικών του παραμυθιών» των «δικών του τοπίων» και των «δικών του περιορισμών».
Αυτό δικαιώνει την άποψη που είχα διαβάσει –αλλά και διαπιστώσει-, για την αμηχανία έως ανυπαρξία του χορού στην κατα Σταϊν Ηλέκτρα, καθώς και τ’ οτι θύμιζε βιενέζικη οπερέτα.
Στην πραγματικότητα, θύμιζε όπερα και τώρα ξέρω πως θύμιζε την συγκεκριμένη του Στράους παρά οπερέτα. Κι όσο για τον χορό δεν θα λεγα τη λέξη αμηχανία, αλλά αδυναμία αναγνώρισης του σκοπού του. Κατανοητό, αφού παρόμοιες παραστάσεις της μετοχής της κοινότητας στο ατομικό δράμα δεν φέρει η γερμανοβαβαρική μοναρχική παράδοση.
Δεν αφορίζω την "άλλη" ανάγνωση στην τραγωδία, αντιθέτως μάλιστα την βρίσκω γόνιμη κι απαραίτητη -ως το βαθμό που δεν θέλουμε να φτιάξουμε μια τραγική πρόζα ας πούμε-, ούτε την θεωρώ «τοπικό» τοτέμ η εθνική υπόθεση, αυτό δα έλλειπε. Εξάλλου οι όντως πρωτοπορίες ως καινές είναι ουσιαστικό «δικές»,άχρονες και πολύγλωσσες.
Αναρωτιέμαι όμως γιατί θα πρέπει να λιγοστεύουμε –στο επιφανειακό - αυτο που διαθέτουμε για να μη το βαριόμαστε, ενώ αντιτο μόνο που αρκει καμμιά φορά είναι αντί ν' αποστρέφουμε το βλέμμα δανειζόμενοι κάποιο άλλο να τολμάμε να εμπλουτίζουμε το δικό μας "σκάβοντας στον ίδιο τόπο για τα υπόλοιπα" όπως λέει ο ποιητής.
Εκτός πιά κι έχουμε αλλάξει τόσο που έχουμε ανάγκη τις ματιές τών άλλων για να γνωριζόμαστε...
11/04/2007

Η «True Romance - αλληγορίες του έρωτα από την αναγέννηση ως το παρόν” εγκαινιάστηκε στην Βιέννη σαν το «οπωσδήποτε» εικαστικό γεγονός του φθινοπώρου μαζί με την «Viva la Muerte: Death in Hispanic Art» που επίσης παρουσιάζεται ως τον Φλεβάρη στο Kunsthalle της γειτονιάς των Μουσείων (Museumquartier).
H True Romance ως ιδέα εξαιρετική: μια διαδρομή με αφετηρία τους στίχους του Πετράρχη στην Laura, τέρμα το Valentine toDay’s πραγμοποιημένο kitsch και στόχο την διήγηση της αναπαράστασης του έρωτα στην Δύση από την αναγέννηση ως σήμερα.
Αποφασίζουμε με την ομπρέλα μου να μην την χάσουμε. Χάσαμε; Χμ..Η διαδρομή διασκεδαστική και συμπαθητική ο στόχος όμως ήταν truly κάπου αλλού. Σαν να πήρα μαζι με το εισιτήριο της έκθεσης το εισητήριο για εσφαλμένο δρομολόγιο του τραμ έτσι που αντί στο κέντρο βρέθηκα σε ομορφούτσικο άσχετο προάστιο χωρίς καφενείο.
Κάποιος σίγουρα παρέλειψε να συμβουλευτεί μερικές κατηγορίες ειδικών που όντως ήξεραν για το ρεξόνα.... ιδίως σχετικά με τά συμφραζόμενα γύρω απο τό θέμα τών τελευταίων δεκαετιών.
Στα απαίδευτα μάτια της ομπρέλας μου -ντρέπομαι που είναι τόσο απαίδευτη-, άρεσαν περισσότερο οι, γεμάτοι στίχους του Πετράρχη, τοίχοι κι οι υπάλληλοι με τα χαριτωμένα μπλουζάκια που έγραφαν: «smile to someone you don’t know in the street» η κάπως έτσι, παρά η ως «πλίνθοι κέραμοι....» συνύπαρξη Durer μέ ζαμπονοτυρόπιττα .
Το χειρότερο ; Η ομπρέλα μου παρέμεινε αμετανόητη στίς προτιμήσεις της -τι να πεις...!
11/02/2007
Διαβάζοντας τον Δ.
Ο Δ. μέ κυοφορεί μές σε σελίδες .
Σαν θηλυκό έμβρυο στα σπλάχνα του, κολυμπάω ανάποδα μεταξύ επιθέτων και κατηγορηματικών προσδιορισμών.
Δεν θα γεννηθώ απ’ το κεφάλι του. Έχω κοτσίδες, φοράω τσόκαρα κι ο υγρός αέρας θά κάψει τ’ ασχημάτιστα πνευμόνια μου.
Διαβάζοντας τον Δ. που δεν είναι μυθιστόρημα.
Ένα βροχερό απόγευμα Παρασκευής στο νότο που δεν είναι χειμώνας .
Ακούγοντας Τσέσνατ που δεν είναι Ντύλαν