4/26/2007


Αδιάβροχος κόσμος

….Όμως πολύ αργότερα άρχισα να καταλαβαίνω.

Δεν ήταν ακριβώς στην πρώτη. Ούτε στη δεύτερη. Στήν τρίτη ήταν. Την πιο καλή.

Η καλή μου, η απλή μου, με δυσκόλεψε περισσότερο. Αυτή που, κατά πάσα πιθανότητα, είχε γλυστρήσει απ’ το μπαούλο.

Δεν την είχα αναζητήσει. Δεν την είχα διεκδικήσει. Δεν είχα ψάξει πουθενά για να την βρω. Ήρθε μόνη της. Απλώς. Και με συνάντησε. Απλώς. Η μάλλον, για να είναι κανείς ακριβής, δεν ήρθε, φάνηκε!

Σαν η θέση της να ταν πάντα εκεί. Σαν κάπου εκεί, μέσα μου, ν’ άνοιξε ένα παντζούρι και... Φάνηκε. Μπήκε. Κάθισε.

Αργούσα. Πάντα μου αργούσα να καταλάβω.

Συνήθως έπαιρνα είδηση τα πράγματα πολύ καθυστερημένα. Ίσως και μήνες μετά. Έτσι που, σ’ αυτή τη περίπτωση να μπορείς να πεις με σιγουριά πως, τ’ ότι κιόλας με την τρίτη φορά άρχισα να καταλαβαίνω, αποτελούσε ήδη ένα εξαιρετικό περιστατικό για τα δεδομένα μου . Αυτή η συναισθηματική μου βραδύνοια ήταν βασανιστική.

Ξεκινούσε απ τα μικρά κι έφτανε ως τα σημαντικά. Στον έρωτα, για παράδειγμα, θα την έλεγες, αλίμονο, οδυνηρά ακυρωτική. Κατά κανόνα αυτός (ο έρωτας), ερχόταν, περνούσε από πάνω μου, έφευγε κι εγω, ακριβώς μετά, μετά τη απομάκρυνση, μετά την φυγή, μετά κι αυτή την απουσία ακόμη-ακόμη, άρχιζα –κι αυτό όχι σ’ όλες τις περιπτώσεις- να καταλαβαίνω τι αισθάνομαι. Ποτέ νωρίτερα, ποτέ εξαρχής, ποτέ στο παρόν του πράγματος. Σαν να μουν φτιαγμένος να νιώθω την νοσταλγία του αισθήματος περισσότερο παρά το αίσθημα το ίδιο. Την υπόνοιά του κι όχι αυτήν την πραγματικότητά του.

Σαν… σαν να ήμουν αδιάβροχος! Ένας άνθρωπος αδιάβροχος στην υγρασία των αισθημάτων και των συγκινήσεων. Αυτό δεν το είχα επιδιώξει, δεν το είχα καλλιεργήσει, δεν το είχα κατασκευάσει, δεν είχα γίνει. Ήμουν. Ή απλώς είχε συμβεί. Δεν ήξερα πως γίνεται να φοράς νταλακαλόκαιρο, ας πούμε, ένα κίτρινο αδιάβροχο, ιδίως όταν ουδέποτε έχεις μαλώσει με τη βροχή, η με οποιοδήποτε άλλο φυσικό φαινόμενο. Γιατί περιέργως κάτω από το αδιάβροχό μου, λειτουργούσε ένα άλλο σύμπαν -θα το έλεγες μάλιστα βροχερό-. Ένα σύμπαν όπου τα καιρικά φαινόμενα συνέβαιναν κανονικά, εναλλάσσονταν κανονικά, έσβηναν κανονικά, διαδέχονταν το ένα το άλλο κανονικά αλλά.. μόνο για μένα . Ήταν ο καιρός στον πλανήτη του ενός. Στον πλανήτη των άλλων, στον πλανήτη με τους άλλους, τα πράγματα ήταν διαφορετικα. Εκεί, ο ασώματος καιρός των αισθημάτων, εκεί, ο αδιάβροχος καιρός του κόσμου.

Μερικές φορές ωστόσο, κάποια από τις σταγόνες που κατερχόταν την λεία επιφάνεια του κίτρινου πανωφοριού έβρισκε ένα άνοιγμα, μια ρωγμή, η μια τρύπα ανάμεσα στις τσέπες, η από κουμπί σε κουμπί, η εκεί στο σβέρκο, στο σημείο που η κουκούλα συνδεόταν με τον γιακά. Απο τό σηεμίο αυτό περνούσε το πανωφόρι και πότιζε το δέρμα μου. Λίγο μετά, η σταλαγματιά εκείνη, θα γινόταν ένα με το ύδωρ των σπλάχνων, μεταφέροντας απ’ άκρη σ άκρη στον οργανισμό μου το αναγνωρίσιμο στίγμα του «άλλου» που ανοίκειος έμεινε και τότε...

…θα ταν πια πολύ αργά να φέρω πίσω την βροχή. Να φέρω πίσω εκείνο που ήταν νά βιωθεί μα γλίστρησε στην αδιάβροχη πάνω επιφάνεια κι εχάθη.

Και τα πράγματα θα ‘σαν απλά αν έτσι το χα επιλέξει, αν είχα επιδιώξει αυτήν την κατάσταση κι αν μάλιστα προμηθευόμουν αδιάβροχα από καιρό σε καιρό για τον σκοπό αυτό ακριβώς. Όμως έτσι δεν ήταν. Δεν το είχα επιλέξει, δεν είχα μπει εθελοντικά σ αυτό το κίτρινο, δεύτερο, δέρμα. Για χρόνια δεν αναγνώριζα την παρουσία του πάνω μου, δεν ήξερα καν ότι το είχα, κανείς δεν μου είχε πει ποτέ κάτι γι αυτό και πάντα ξαφνιαζόμουν όταν, καθυστερημένα πλέον, ένιωθα!

Και περνούσα, είναι αλήθεια, πολύ δύσκολες ώρες κάθε φορά. Γιατί ο πόνος που βίωνα δεν ήταν μόνο πόνος ψυχικός ήταν και πόνος σωματικός. Πόνος αιχμηρός κι ιδιαίτερος. Ο πόνος του έρωτα που αντιλήφθηκα αργά, σαν είχε πια περάσει, είχε την οδύνη του προκρούστειου μαρτυρίου. Ήταν σαν να ‘μουν εγω ο λιγότερος. Ο που δεν χωρούσα ακριβώς. Όχι εκείνος που περίσσευε, ό που δεν χωρούσε. Έσκυβε τότε πάνω μου, σκιά ανελέητη, ο ματαιωμένος έρωτας, μου τέντωνε τα μέλη με μανία, χέρια και πόδια , άκρη με άκρη, σαν φυτό που το τραβούν για να το κόψουν από τη ρίζα και βγάζει υπόηχο στριγκό, οξύ, μακρόσυρτο, οδύνης ήχο τρομακτικό, που αυτί ανθρώπου κανένα δεν μπορεί να το ακούσει. Πονούσα τότε, ανομολόγητα πονούσα. Πονούσα για το τίποτα! Κι αυτό το τίποτα ήταν ένας πόνος-κόσμος. Αρρητος, αδάκρυτος κι αθρήνητος.

Η ίαση του μηδενός έπαιρνε πάντα πολύ χρόνο. Η περίοδος της ανάρρωσης άρχιζε την ίδια τη στιγμή της συνειδητοποίησης του βιώματος, αφού αυτή η καθυστέρηση στην κατανόηση των συναισθημάτων μου, με υποχρέωνε αμέσως μετά την οδυνηρή διαπίστωσή τους -και σχεδόν ταυτόχρονα- να περνάω άμεσα στην κατάσταση της διαγραφής τους. Η περίοδος αυτή κρατούσε δυσανάλογα πολύ, έως μήνες, συνοδευόταν από αϋπνίες, κρίσεις πανικού, στιγμές βαθιάς απελπισίας, ζοφερά αισθήματα ανεπάρκειας, ανακοπές της αναπνοής για παρατεταμένα δευτερόλεπτα που έφταναν μέχρι το ρεκόρ του ενός λεπτού και κάτι, έρπητες διάφορων μορφών ως την μεταλλαγή ακόμα στο χρώμα του δέρματος.

Στις καλύτερες των περιπτώσεων έπαιρνα το δρόμο. Εναέριο, επίγειο, η ενάλιο δεν είχε σημασία, αρκεί η απόσταση να διασκέδαζε την οπτική του τοπίου των γεωγραφικών συντεταγμένων της ψυχικής μου εκδοράς και τότε μόνο μπορούσα ακόμη και να κλάψω. Πήγαινα κι έριχνα τα δάκρυά μου στον Τάμεση, τον Σηκουάνα, το Δούναβη πάντα χειμώνα και πάντα ώρα που ψιλόβρεχε. Οι πλανόδιοι μικροπωλητές των ποταμών ήσαν άψογα διακριτικοί κι άψογα αδιάφοροι. Περιστατικά σαν το δικό μου, τους έβρισκαν μάλλον συνηθισμένους και δεν έδιναν σημασία. Πριν κάποια χρόνια ωστόσο, στο Παρίσι, ο κανόνας επιβεβαιώθηκε στην εξαίρεσή του. Κάποιος απ’ αυτούς τους ανέμελους τύπους που πουλάνε γκραβούρες διαλογής στις όχθες του Σηκουάνα, με πλησίασε με άγγιξε στο βραχίονα και κοιτάζοντάς με ευθεία στά μάτια μου μίλησε σιγανά σε μια άγνωστη γλώσσα. Κι αυτό , αρκούσε. Για να πώ τα πάντα. Όλα. Με λεπτομέρειες. Λέξη προς λέξη, στα ελληνικά! Kι εκείνος, ο άνθρωπος που δεν μιλούσε τη γλώσσα μου, άκουσε! Λες κι αυτό που χρειαζόταν για να σπάσει το φράγμα, να μην ήταν παρά ο διπλασιασμός της ξενητείας, το διπλό αίσθημα του ξένου, του τόπου και της γλώσσας κι η λέξη του άγνωστου αφή πάνω στις δικές μου άγνωστες λέξεις.

Λίγους μήνες μετά βρήκα την πρώτη . Τήν πρώτη μου ιστορία αγάπης.

4 comments:

IdentityCafe said...

Arketa kryptiko kai eswstrefes...omws omorfa grammeno


Kalws ilthes agapith kai epishma sthn blogosfaira :):):):)
Tha perimenw sundoma ki allo!

Olyf said...

Α! πέρασες! και το διάβασες κιόλας τό μασούρι ....Κρυπτικό κι εσωστρεφες!
Και να σκεφτεις, ότι αρχικά ηταν γραμμενο σε γ΄ πρόσωπο! (μες την αποστασιοποιηση δηλαδη).
Το αναρτησα πιό πολύ για να εργοποιησω το μπλόγκ μιάς κι ειχα προβλημα στα σχόλια, δεν εχω σκεφτει αν θ ανεβάσω κι άλλο.
Πήρα χαρά όμως που άκουσα κάτι γι αυτό, μάλλον τόν ήθελε τόν καφέ του ο αδιάβροχος πεζός μας:):)
Σ' ευχαριστώ .

οι σκιές μιλάν said...

εγώ πάλι λέω να το επαναλάβεις το εγχείρημα.

Olyf said...

σκιες, χαίρομαι πολύ που πέρασες και που διάβασες .
Ακουω αυτό που λες, σ' ευχαριστώ.