8/16/2007

Το ρεγάλο

Μισομεθυσμένος, με τα χρυσαφιά του να τρεμοπαίζουν, χυνόταν, ξαπλωμένος στο πεζούλι της αυλόπορτας, ο μεσημεριάτικος ήλιος ενός μάλλον καλοκαιρινού Φλεβάρη.

-Νομίζω ότι ένα ποτήρι κρασί στην αυλή είναι το καλύτερο γιορταστικό για την περίσταση, δεν συμφωνείς μικρή μου;

Κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στο είδωλό της, στον καθρέφτη του χωλ, η Ρένια κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού διασχίζοντας, με μικρά χορευτικά βήματα, τον άχαρο μακρύ διάδρομο με το πολύτιμο δεματάκι στα χέρια. Θα βρισκόταν σχεδόν στη μέση του, λίγο μετά το ύψος του λουτρού, όταν τινάχτηκε και κοκάλωσε μαζί σαν να της είχε διαφύγει κάτι πολύ σημαντικό.

Μ’ ένα σάλτο έκανε μεταβολή κι έτρεξε ξανά στην πόρτα. Χίμηξε στο μπαλκονάκι που χώριζε την ξώθυρα από το δρόμο, προτείνοντας ολόκληρο το κορμί της έξω απ το κάγκελο και λίγο έλειψε να γκρεμιστεί για δεύτερη φορά...

-Κύριε Γιώργο , κύριε Γιώργοοο…

Ο ταχυδρόμος, ένας συμπαθητικός μεσόκοπος με παχύ μουστάκι και γλυκά καστανά μάτια που, στενεύανε αδιόρατα σαν ξάνοιγε ο καιρός κι ελάφρωναν οι φορεσιές των γυναικών, είχε κιόλας φτάσει στη γωνία. Η γειτονιά δεν είχε γράμματα εκείνη την ημέρα κι ο Γιώργος είχε κόψει δρόμο. Η φωνή της τον βρήκε με το δεξί του πόδι στον αέρα, λίγα εκατοστά προτού ν’ αγγίξει με τη φτέρνα το πεζοδρόμιο της οδού Ανεμώνων.

Γύρισε το κεφάλι με το πόδι του ακόμα μετέωρο. Η Ρένια του έγνεφε ανυπόμονα, με το πορτοκαλί της χέρι ν’ ανεβοκατεβαίνει ζωηρά .

-Λες; Μπαά , παλιό-γέρασα πια. Μια φορά κι ένα καιρό μου γνέφανε γιαα.. κεράσματα και τούτο δω το ξέρω από μωρό. Αδιάφορο. Ναι! Aδιάφορο μωρό, σχεδόν χαζό, κι εδώ που τα λέμε δεν έχει και πολυαλλάξει με τα χρόνια. Τι στα τσακίδια θέλει και με ξεκουβαλάει; .

Η Τενέδου δεν διέφερε και τόσο από την Ανεμώνων. Και οι δυο, χτισμένες ανάμεσα στα 70 με 80, δεν θύμιζαν καθόλου τον άλλοτε αγροτικό χαρακτήρα της περιοχής. Ο Γιώργος, που είχε προσληφθεί στην υπηρεσία μετά την μεταπολίτευση, ελάχιστα πια θυμόταν τα χωράφια με τα οπωροφόρα, τις ελιές και τη μεγάλη μουριά που η πιτσιρικαρία την έλεγε «τό λεωφορείο» . Ούτε και του ‘κανε και καμιά εντύπωση του Γιώργου που δεν είχε μείνει ούτε ένα τόσο δα δέντρο στο δρόμο. Μόνο τις νοικοκυρές νοσταλγούσε που και που, κι ειδικά την Σμαρώ. Έπλενε με το λάστιχο τα μπαλκόνια με το γλαστρικό η Σμαρώ ξυπόλητη και με τη ρόμπα της μισοβρεμένη. Και γυαλίζανε τα κουμπάκια-φίλντισι πάνω στο λουλουδιασμένο τσίτι. Και τα κρίνα μοσχομυρίζανε. Δυο οι γλάστρες με τ’ άσπρα, δυο και με τα κόκκινα. «Αχ! Σμαρώ-Σμαρώ!»


-Αχ! Γιώργο -Γιώργο πως μου διέφυγε. Αυτό είναι για σένα.

Η Ρένια κρατούσε στο χέρι ένα 50αρικο χαμογελώντας μισό-ναζιάρικα, μισό-ντροπαλά. Σαν κουβάς με νερό στα μάτια τον ξάφνιασε το 50 ευρω τον Γιώργο κι η εικόνα της Σμαρώς ξεπλύθηκε μονομιάς μες το παστέλ χρώμα του νοσμίσματος.

-Μπααά; ρεγάλο Ουρανίτσα, ρεγάλο; Πως κι έτσι; Δεν πιστεύω να βγήκες από τα τώρα στη σύνταξη του συλλόγου αδιόριστων φιλολόγων;

Μπορεί και να του φάνηκε πώς έχασε, για μια στιγμή, το χρώμα της η Ρένια, αφού σχεδόν αμέσως, εκείνη ξελιγώθηκε στα γέλια κι αλλάζοντας τον αριθμό ανακοίνωσε αργά:

-Όχι καλέ Γιώργο. Απλώς το δεματάκι που μου φέρατε είναι το.. έε.. το πρώτο μου μυθιστόρημα! Μόλις τυπώθηκε και μου στείλανε το έτοιμο αντίτυπο από τον εκδοτικό οίκο! Καταλάβατε τώρα προς τι το ρεγάλο; Κελάρυσε τις λέξεις με ύφος ημιεπίσημο .

-Μπα-μπα; δεν μας τα χες πει αυτά Ουρανίτσα ..και συγγραφέας ; άντε μπράβο και σ’ ανώτερα να σε δούμε και στην τηλεόραση και να σε καμαρώσουμε.

-Μα κύριε Γιώργο, χαμογέλασε με ύφος μητρικής συγκατάβασης κι αλλάζοντας ξανά τον αριθμό η Ρένια, οι συγγραφείς δεν είναι ηθοποιοί για να τους δείχνει η τηλεόραση, είναι άνθρωποι του πνεύματος όχι του θεάματος.

-Του πνεύματος! Όχι του θεάματος ε; Καλά δεν πειράζει. Και ηθοποιός τότε, Ουρανίτσα μου, και ηθοποιός . Τσέπωσε το πενηντάρικο, έδωσε ένα πατρικό φιλί στην Ρένια, ξαναψέλισε μπράβο και σ’ ανώτερα και ηθοποιός και την στιγμή που το δεξί του πόδι βρισκόταν λίγα εκατοστά προτού ν’ αγγίξει, με τη φτέρνα, το πεζοδρόμιο της οδού Ανεμωνων, γύρισε και της χαμογέλασε. Φαίνεται πως η Τενέδου ήταν η οδός πού άνθιζε η τύχη του για σήμερα.

-Πάλι καλά που μου ‘δωσε το 50άρικο αντί για το βιβλίο, μουρμούρισε ανοιγοντας το βήμα.

Τελικά αυτό το μωρό, η Ουρανίτσα, ήταν θεόχαζο από γεννησιμιού του. Ακόμα δεν βγήκε το βιβλίο κι αντί να κοιτάει πως θα το πουλήσει, αυτή καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι και πληρώνει κι από πάνω που λένε.

Να ‘σαι καλά ρε Ουρανίτσα του πνεύματος, μια χαρά γλέντια του οινοπνεύματος θα γίνουνε απόψε …Άκου του πνεύματος …μωρέ πέτα την τζαμαρία από τα μάτια και μια χαρά θέαμα θα είσαι Ουρανίτσα μου, μια χαρά θέαμα…Ααααχ βρε Ουρανιτσα και που να ‘ξερες....»

2 comments:

kostas_patra said...

μου αρέσει η σχέση σου με τον χρόνο και τη δράση, μικρή απόλαυση με μια κούπα καφέ, τούτο το μικρό κομμάτι.

και ο τίτλος αυτού του βιβλίου που κάποτε γράφτηκε, αν επιτρέπεται;

Olyf said...

γεια σου Κώστα , χαίρομαι που έκανε καλή παρέα στον καφέ σου το κεφάλαιο αυτό κι εγώ κάπως έτσι το έγραψα με καφέ ανά χείρας! Ο