11/27/2007



Lilac wine

Στο τέλος τής μέρας
η γεύση σου ζαλισμένη,

απλώνεται βελούδινη
στα συρματοπλέγματα

τής αγκαλιάς μου,

Lilac wine θεϊκα απο τον Jeff Buckley

11/26/2007



"Ye gods, what havoc does ambition make among your works!"

Joseph Addison



Beauty 'n havoc
Ο Edward Burtynsky η Jennifer Baichwl

και τα μηχανοποιημένα τοπία:



11/20/2007

11/17/2007

Running in the rain

Προσπαθούσε εδώ κι ένα εικοσιτετράωρο να γράψει κάτι, αλλά είχε μπερδευτεί. Μπορεί και να ‘χε κουραστεί η θυμώσει. Ήταν κι η δουλειά που είχε κολλήσει. Κι ο κακός καιρός. Χθες κ σήμερα έβρεχε ανελέητα. Το βράδυ πέφτανε καρεκλοπόδαρα απ’ το πατάρι και το πρωί στάζανε οι μύτες απ τις μαρκίζες πάνω στους σβέρκους των περαστικών. Τώρα άνοιξε πάλι σε λιακάδα.
Τι ψυχασθένεια! μουρμούρισε. Θα μας τρελάνει όλους αυτή η εναλλαγή, θ’ αρχίσουμε να λιποθυμάμε ομαδικά στους δρόμους σε λίγο με τις ομπρέλες και τα μάτια ανοιχτά.

Το μόνο που ξέρω είναι πώς δεν υπάρχει συμπαγής εικόνα, σκέφτηκε. Αλλάζουμε, αλλάζουμε διαρκώς. Διαφεύγουμε διαρκώς χορεύοντας μια μακριά μια κοντά απ’ τους εαυτούς μας και τους άλλους. Κι αυτό το σώμα ακόμα, η σάρκινη βεβαιότητα, μήτε κι αυτό μένει σταθερό. Πόσα εκατομμύρια κύτταρα πέθαναν μέσα μου σήμερα;

Ήταν σωστό που ο Κίμωνας έγραφε γράμματα λοιπόν! Δεν ήταν ότι προτιμούσε τις λέξεις, ήξερε μάλλον. Ε, ναι μάλλον ήξερε. Κάτι τέτοια πώς να τα πεις στο τηλέφωνο; τα μουρμουρίζεις κάτω απ τις μαρκίζες στον εαυτό σου, τα κάνεις γράμματα, πόστ, τραγούδια, κάτι, τίποτα.
Ουφ……πόσο ήθελε να τρέξει τελικά.……

Έτρεχε αργά στο δασάκι και κάτω απ τα πέλματά της έβγαζαν ήχους ασθενικούς λασπωμένα χώματα, βρεγμένα κουρελιάρικα φύλλα και μικρές πέτρες. Η ανάσα, δροσερή ακόμη, ανεβοκατέβαινε ρυθμικά από τη μύτη στο λάρυγγα , από κει στα τοιχώματα του στέρνου και πάλι πίσω μες απ' το μισάνοιχτο στόμα.

Πόσο χρονών αισθάνεσαι αλήθεια; είχε ρωτηθεί. Έτρεχε και δυσκολευόταν να γελάσει. Πόσο; Καθόλου! Μα δεν αισθανόταν πόσο. Δεν θυμόταν ποτέ να είχε νιώσει τον χρόνο ως πόσο. Ως πώς μονάχα τον ένιωθε τον χρόνο, ως πώς.
Μα και πώς να το εξηγήσει αυτό αλήθεια;

Οι ταυτότητες δεν είναι τελικά και τόσο άχρηστες. Σε βγάζουν από την δύσκολη θέση όταν χρειάζεται να προσδιορίσεις πράγματα. Αλλά δεν θυμόταν και να είχε ρωτηθεί συγκεκριμένα.

Είχε φτάσει στο τέλος του μονοπατιού. Η φόρμα είχε λασπωθεί ελαφρώς στα πλαϊνά κι ο ιδρώτας έτρεχε ζεστός στην ραχοκοκαλιά. Στάθηκε στο πεζούλι κι έσκυψε παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μετά από μερικά λεπτά ανασηκώθηκε. Έστρεψε το κεφάλι ψηλά κι έγειρε το κορμί προς τα πίσω. Το ρολόι έδειχνε σαράντα τρία λεπτά....

τέλος πάντων, μουρμούρισε, χαμογελώντας ψηλά στον κακοχρωματισμένο ουρανό, σορτς δε φοράω … λονγκς όνλυ είμαι ο εφιάλτης κάθε αγοριού κι από ουίσκι πίνω λαγκαβούλιν…

11/12/2007

Σάν Μωρό

Η Δευτέρα μου σαν εκκρεμές.

Το πολύ και το λίγο σαν η μέσα μου ταλάντωση. Η χαρά του κι η κούρασή του.

Το παρόν κι όλα όσα δεν θα κατορθώσουν να χωρέσουν μέσα του.

Οι δουλειές και τά βιβλία με το ανοιχτό στόμα τους να χάσκει.

Ξανά οι μπήτ έξω από την πόρτα μου αυτή τη φορά λόγω θανάτου . Και λοιπόν;

Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου η μισοσυνειδητή μου Δευτέρα θέλει να σφυρίζει

αδιάκοπα:

Love is... Jean Moreu



11/07/2007

Ελέκτρες, Αντιγκόνες, δε κακομαθημένα οφ Σοφόκλες

& oι ματιές των άλλων!

Γοητευτικές πολύ όσο και αλλοιωτικες ( η λέξη τονίζεται κατ' επιλογή).
Μιά Αντιγόνη με αέρα πρόζας "εκόλ ντε φάμ" γι’ αρχή, μια υστερική Ηλέκτρα για τέλος κι η ατάκα αναδύθηκε φυσικά: «το τελετουργικό της καλοκαιρινής κατάβασης στο θέατρο της Επιδαύρου δεν θα το επαναλάβω στο μελλον» .
Κι έτσι θα γίνει μάλλον, του λόγου τηρηθησομένου, αφού πια ολίγον βλέπω, ολίγον αισθάνομαι, ολίγον ευχαριστούμαι κι είμαι ακόμα στο νωρίς ώστε ανωφελές στ’ ολίγον ν΄αρκούμαι.

Τί έγινε; Κασάτο κοντοχειμωνιάτικα; Όχι ακριβώς.
Πρόσφατα, είδα την κατά Στράους Ηλέκτρα. Η όλη προσέγγιση της γερμανικής όπερας σκηνογραφικά και σκηνοθετικά μου θύμισε και στις μικρότερες ακόμα λεπτομέρειες την κατα Στάιν επιδαυρική: Τ’ αρβυλακια, τα κουρέλια, η υστερικη κορη του Φρουντ που αδυνατει να υπάρξει μπρός στη ντίβα μαμά, το γκρίζο μεταλικό παλάτι του ολοκληρωτισμου, η μποτα του Αίγισθου, ο τζενταϊ Ορεστης, τα λιμπρετα....., τό όλο πράγμα αρκετό να μ’ εξσφενδονίσει με «το καλησπέρα» στον Αύγουστο, συμπληρώνοντάς μου, ετεροχρονισμένα, τά λόγια τών λόγων που έχασκαν μέσα μου κενοί στο διάστημα απο την θεατρική παράσταση μεχρι την προσφατη οπερετική .
Στην γερμανίδα Εlectra τής κρατικής όπερας της Βιέννης έκλεισε το παζλ της εικόνας με τα γκρίζα σύννεφα που σχημάτιζε μέσα μου την σκέψη :
Πώς οι «πρωτοπορίες», όπως κουβαλάμε τά τελευταία χρόνια τίς βορειοευρωπαικές ματιές στην τραγωδία είτε αυτοτελώς, είτε ως συμπράξεις, συχνά δεν είναι καθόλου πρωτοπορίες. Αλλά στην πραγματικότητα απλώς και μόνο η ανάγνωση του «δικού σου» από τον «άλλον», μια ανάγνωση μέσα απ' το φίλτρο των «δικών του παραμυθιών» των «δικών του τοπίων» και των «δικών του περιορισμών».
Αυτό δικαιώνει την άποψη που είχα διαβάσει –αλλά και διαπιστώσει-, για την αμηχανία έως ανυπαρξία του χορού στην κατα Σταϊν Ηλέκτρα, καθώς και τ’ οτι θύμιζε βιενέζικη οπερέτα.
Στην πραγματικότητα, θύμιζε όπερα και τώρα ξέρω πως θύμιζε την συγκεκριμένη του Στράους παρά οπερέτα. Κι όσο για τον χορό δεν θα λεγα τη λέξη αμηχανία, αλλά αδυναμία αναγνώρισης του σκοπού του. Κατανοητό, αφού παρόμοιες παραστάσεις της μετοχής της κοινότητας στο ατομικό δράμα δεν φέρει η γερμανοβαβαρική μοναρχική παράδοση.

Δεν αφορίζω την "άλλη" ανάγνωση στην τραγωδία, αντιθέτως μάλιστα την βρίσκω γόνιμη κι απαραίτητη -ως το βαθμό που δεν θέλουμε να φτιάξουμε μια τραγική πρόζα ας πούμε-, ούτε την θεωρώ «τοπικό» τοτέμ η εθνική υπόθεση, αυτό δα έλλειπε. Εξάλλου οι όντως πρωτοπορίες ως καινές είναι ουσιαστικό «δικές»,άχρονες και πολύγλωσσες.
Αναρωτιέμαι όμως γιατί θα πρέπει να λιγοστεύουμε –στο επιφανειακό - αυτο που διαθέτουμε για να μη το βαριόμαστε, ενώ αντιτο μόνο που αρκει καμμιά φορά είναι αντί ν' αποστρέφουμε το βλέμμα δανειζόμενοι κάποιο άλλο να τολμάμε να εμπλουτίζουμε το δικό μας "σκάβοντας στον ίδιο τόπο για τα υπόλοιπα" όπως λέει ο ποιητής.
Εκτός πιά κι έχουμε αλλάξει τόσο που έχουμε ανάγκη τις ματιές τών άλλων για να γνωριζόμαστε...


11/04/2007

True Romance & True tragedy

Η «True Romance - αλληγορίες του έρωτα από την αναγέννηση ως το παρόν” εγκαινιάστηκε στην Βιέννη σαν το «οπωσδήποτε» εικαστικό γεγονός του φθινοπώρου μαζί με την «Viva la Muerte: Death in Hispanic Art» που επίσης παρουσιάζεται ως τον Φλεβάρη στο Kunsthalle της γειτονιάς των Μουσείων (Museumquartier).

H True Romance ως ιδέα εξαιρετική: μια διαδρομή με αφετηρία τους στίχους του Πετράρχη στην Laura, τέρμα το Valentine toDays πραγμοποιημένο kitsch και στόχο την διήγηση της αναπαράστασης του έρωτα στην Δύση από την αναγέννηση ως σήμερα.

Αποφασίζουμε με την ομπρέλα μου να μην την χάσουμε. Χάσαμε; Χμ..Η διαδρομή διασκεδαστική και συμπαθητική ο στόχος όμως ήταν truly κάπου αλλού. Σαν να πήρα μαζι με το εισιτήριο της έκθεσης το εισητήριο για εσφαλμένο δρομολόγιο του τραμ έτσι που αντί στο κέντρο βρέθηκα σε ομορφούτσικο άσχετο προάστιο χωρίς καφενείο.

Κάποιος σίγουρα παρέλειψε να συμβουλευτεί μερικές κατηγορίες ειδικών που όντως ήξεραν για το ρεξόνα.... ιδίως σχετικά με τά συμφραζόμενα γύρω απο τό θέμα τών τελευταίων δεκαετιών.

Στα απαίδευτα μάτια της ομπρέλας μου -ντρέπομαι που είναι τόσο απαίδευτη-, άρεσαν περισσότερο οι, γεμάτοι στίχους του Πετράρχη, τοίχοι κι οι υπάλληλοι με τα χαριτωμένα μπλουζάκια που έγραφαν: «smile to someone you dont know in the street» η κάπως έτσι, παρά η ως «πλίνθοι κέραμοι....» συνύπαρξη Durer μέ ζαμπονοτυρόπιττα .

Το χειρότερο ; Η ομπρέλα μου παρέμεινε αμετανόητη στίς προτιμήσεις της -τι να πεις...!

11/02/2007

Διαβάζοντας τον Δ.

Ο Δ. μέ κυοφορεί μές σε σελίδες .

Σαν θηλυκό έμβρυο στα σπλάχνα του, κολυμπάω ανάποδα μεταξύ επιθέτων και κατηγορηματικών προσδιορισμών.

Δεν θα γεννηθώ απ’ το κεφάλι του. Έχω κοτσίδες, φοράω τσόκαρα κι ο υγρός αέρας θά κάψει τ’ ασχημάτιστα πνευμόνια μου.

Διαβάζοντας τον Δ. που δεν είναι μυθιστόρημα.

Ένα βροχερό απόγευμα Παρασκευής στο νότο που δεν είναι χειμώνας .

Ακούγοντας Τσέσνατ που δεν είναι Ντύλαν

.