Στο τέλος τής μέρας
η γεύση σου ζαλισμένη,
απλώνεται βελούδινη
στα συρματοπλέγματα
τής αγκαλιάς μου,
"Ye gods, what havoc does ambition make among your works!"
Η Δευτέρα μου σαν εκκρεμές.
Το πολύ και το λίγο σαν η μέσα μου ταλάντωση. Η χαρά του κι η κούρασή του.
Το παρόν κι όλα όσα δεν θα κατορθώσουν να χωρέσουν μέσα του.
Οι δουλειές και τά βιβλία με το ανοιχτό στόμα τους να χάσκει.
Ξανά οι μπήτ έξω από την πόρτα μου αυτή τη φορά λόγω θανάτου . Και λοιπόν;
Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου η μισοσυνειδητή μου Δευτέρα θέλει να σφυρίζει
αδιάκοπα:
Ελέκτρες, Αντιγκόνες, δε κακομαθημένα οφ Σοφόκλες
Γοητευτικές πολύ όσο και αλλοιωτικες ( η λέξη τονίζεται κατ' επιλογή).
Μιά Αντιγόνη με αέρα πρόζας "εκόλ ντε φάμ" γι’ αρχή, μια υστερική Ηλέκτρα για τέλος κι η ατάκα αναδύθηκε φυσικά: «το τελετουργικό της καλοκαιρινής κατάβασης στο θέατρο της Επιδαύρου δεν θα το επαναλάβω στο μελλον» .
Κι έτσι θα γίνει μάλλον, του λόγου τηρηθησομένου, αφού πια ολίγον βλέπω, ολίγον αισθάνομαι, ολίγον ευχαριστούμαι κι είμαι ακόμα στο νωρίς ώστε ανωφελές στ’ ολίγον ν΄αρκούμαι.
Τί έγινε; Κασάτο κοντοχειμωνιάτικα; Όχι ακριβώς.
Πρόσφατα, είδα την κατά Στράους Ηλέκτρα. Η όλη προσέγγιση της γερμανικής όπερας σκηνογραφικά και σκηνοθετικά μου θύμισε και στις μικρότερες ακόμα λεπτομέρειες την κατα Στάιν επιδαυρική: Τ’ αρβυλακια, τα κουρέλια, η υστερικη κορη του Φρουντ που αδυνατει να υπάρξει μπρός στη ντίβα μαμά, το γκρίζο μεταλικό παλάτι του ολοκληρωτισμου, η μποτα του Αίγισθου, ο τζενταϊ Ορεστης, τα λιμπρετα....., τό όλο πράγμα αρκετό να μ’ εξσφενδονίσει με «το καλησπέρα» στον Αύγουστο, συμπληρώνοντάς μου, ετεροχρονισμένα, τά λόγια τών λόγων που έχασκαν μέσα μου κενοί στο διάστημα απο την θεατρική παράσταση μεχρι την προσφατη οπερετική .
Στην γερμανίδα Εlectra τής κρατικής όπερας της Βιέννης έκλεισε το παζλ της εικόνας με τα γκρίζα σύννεφα που σχημάτιζε μέσα μου την σκέψη :
Πώς οι «πρωτοπορίες», όπως κουβαλάμε τά τελευταία χρόνια τίς βορειοευρωπαικές ματιές στην τραγωδία είτε αυτοτελώς, είτε ως συμπράξεις, συχνά δεν είναι καθόλου πρωτοπορίες. Αλλά στην πραγματικότητα απλώς και μόνο η ανάγνωση του «δικού σου» από τον «άλλον», μια ανάγνωση μέσα απ' το φίλτρο των «δικών του παραμυθιών» των «δικών του τοπίων» και των «δικών του περιορισμών».
Αυτό δικαιώνει την άποψη που είχα διαβάσει –αλλά και διαπιστώσει-, για την αμηχανία έως ανυπαρξία του χορού στην κατα Σταϊν Ηλέκτρα, καθώς και τ’ οτι θύμιζε βιενέζικη οπερέτα.
Στην πραγματικότητα, θύμιζε όπερα και τώρα ξέρω πως θύμιζε την συγκεκριμένη του Στράους παρά οπερέτα. Κι όσο για τον χορό δεν θα λεγα τη λέξη αμηχανία, αλλά αδυναμία αναγνώρισης του σκοπού του. Κατανοητό, αφού παρόμοιες παραστάσεις της μετοχής της κοινότητας στο ατομικό δράμα δεν φέρει η γερμανοβαβαρική μοναρχική παράδοση.
Δεν αφορίζω την "άλλη" ανάγνωση στην τραγωδία, αντιθέτως μάλιστα την βρίσκω γόνιμη κι απαραίτητη -ως το βαθμό που δεν θέλουμε να φτιάξουμε μια τραγική πρόζα ας πούμε-, ούτε την θεωρώ «τοπικό» τοτέμ η εθνική υπόθεση, αυτό δα έλλειπε. Εξάλλου οι όντως πρωτοπορίες ως καινές είναι ουσιαστικό «δικές»,άχρονες και πολύγλωσσες.
Αναρωτιέμαι όμως γιατί θα πρέπει να λιγοστεύουμε –στο επιφανειακό - αυτο που διαθέτουμε για να μη το βαριόμαστε, ενώ αντιτο μόνο που αρκει καμμιά φορά είναι αντί ν' αποστρέφουμε το βλέμμα δανειζόμενοι κάποιο άλλο να τολμάμε να εμπλουτίζουμε το δικό μας "σκάβοντας στον ίδιο τόπο για τα υπόλοιπα" όπως λέει ο ποιητής.
Εκτός πιά κι έχουμε αλλάξει τόσο που έχουμε ανάγκη τις ματιές τών άλλων για να γνωριζόμαστε...
Η «True Romance - αλληγορίες του έρωτα από την αναγέννηση ως το παρόν” εγκαινιάστηκε στην Βιέννη σαν το «οπωσδήποτε» εικαστικό γεγονός του φθινοπώρου μαζί με την «Viva la Muerte: Death in Hispanic Art» που επίσης παρουσιάζεται ως τον Φλεβάρη στο Kunsthalle της γειτονιάς των Μουσείων (Museumquartier).
H True Romance ως ιδέα εξαιρετική: μια διαδρομή με αφετηρία τους στίχους του Πετράρχη στην Laura, τέρμα το Valentine toDay’s πραγμοποιημένο kitsch και στόχο την διήγηση της αναπαράστασης του έρωτα στην Δύση από την αναγέννηση ως σήμερα.
Αποφασίζουμε με την ομπρέλα μου να μην την χάσουμε. Χάσαμε; Χμ..Η διαδρομή διασκεδαστική και συμπαθητική ο στόχος όμως ήταν truly κάπου αλλού. Σαν να πήρα μαζι με το εισιτήριο της έκθεσης το εισητήριο για εσφαλμένο δρομολόγιο του τραμ έτσι που αντί στο κέντρο βρέθηκα σε ομορφούτσικο άσχετο προάστιο χωρίς καφενείο.
Κάποιος σίγουρα παρέλειψε να συμβουλευτεί μερικές κατηγορίες ειδικών που όντως ήξεραν για το ρεξόνα.... ιδίως σχετικά με τά συμφραζόμενα γύρω απο τό θέμα τών τελευταίων δεκαετιών.
Στα απαίδευτα μάτια της ομπρέλας μου -ντρέπομαι που είναι τόσο απαίδευτη-, άρεσαν περισσότερο οι, γεμάτοι στίχους του Πετράρχη, τοίχοι κι οι υπάλληλοι με τα χαριτωμένα μπλουζάκια που έγραφαν: «smile to someone you don’t know in the street» η κάπως έτσι, παρά η ως «πλίνθοι κέραμοι....» συνύπαρξη Durer μέ ζαμπονοτυρόπιττα .
Το χειρότερο ; Η ομπρέλα μου παρέμεινε αμετανόητη στίς προτιμήσεις της -τι να πεις...!
Διαβάζοντας τον Δ.
Ο Δ. μέ κυοφορεί μές σε σελίδες .
Σαν θηλυκό έμβρυο στα σπλάχνα του, κολυμπάω ανάποδα μεταξύ επιθέτων και κατηγορηματικών προσδιορισμών.
Δεν θα γεννηθώ απ’ το κεφάλι του. Έχω κοτσίδες, φοράω τσόκαρα κι ο υγρός αέρας θά κάψει τ’ ασχημάτιστα πνευμόνια μου.
Διαβάζοντας τον Δ. που δεν είναι μυθιστόρημα.
Ένα βροχερό απόγευμα Παρασκευής στο νότο που δεν είναι χειμώνας .
Ακούγοντας Τσέσνατ που δεν είναι Ντύλαν